Στην ιστιοπλοΐα: εξάρτημα που κρατάει το σκοινί της άγκυρας στη θέση του χωρίς να το φθείρει. Υπάρχουν δύο, ένα για κάθε μπάντα, για αυτό συναντάται στον πληθυντικό.

Πέρασε την άγκυρα στα όκια και δέσαμε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Nakas

Εκ του Ιταλικού occhio, δηλαδή μάτι, γιατί βρίσκονται στα δύο πλευρά του πλοίου και θυμίζουν μάτια γιατί είναι στρογγυλά. Ελληνιστί «στοράς άγκυρας» ή απλώς «οφθαλμός».

#2
Nakas

Μπορούμε να συμπεριλάβουμε στο σάιτ όμως και την καταγεγραμμένη ναυτική ορολογία που είναι και πολύ πλούσια; Βλ. Κανελλόπουλος Η. Φ., Ονοματολόγιον Ιστιοφόρων, 1890 και Ρόης Παπαγγέλου, Η γλώσσα των καραβιών.