Χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει μαστάρια αιγοπροβάτων, λ.χ. στο αρκαδικό ιδίωμα είναι «η προβατίνα που έχει χοντρά βυζιά δύσκολα στο θηλασμό» (δες), ενώ εδώ χαρακτηρίζει «γίδα που έχει μακριές ρώγες στα βυζιά της» με αντώνυμο την τσιμπουροβύζα. Γενικά, φαίνεται ότι χαρακτηρίζει αιγοπρόβατο με μεγάλα μαστάρια.

Πιο σλανγκ είναι αν χαρακτηρίσει κατ' επέκταση γυναίκα, οπότε μιλάμε για βυζαρού με μεγάλο στήθος, αλλά όχι οπωσδήποτε με την καυλή έννοια. Μάλλον πρόκειται για αντιαισθητικώς μεγάλα, χοντρά ή κρεμασμένα βυζιά.

episis … den nomizo i kalamoviza na ehi tetia didima kanonia… ti dika tis kremonte mexri ta gonata.. ta vizakia tis thelo na po….. entaxi;;; (Εδώ η συζήτηση για το στήθος της Άγκελα Μέρκελ).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

#1
σφυρίζων

Εκ του λατινικού calamitas;

#2
Khan

Ενδιαφέρων λατινοπορτοκαλισμός. Διερωτώμαι μήπως εννοείται ότι οι ρώγες του αιγοπροβάτου (από εκεί που βγαίνει το γάλα τέσπα) είναι σαν μικρά καλάμια. Σε αυτήν την περίπτωση η καλαμοβύζα θα ήταν αυτή που έχει πεταχτές ρώγες, αλλά σε μάλλον κατωφερή κρεμασμένα βυζιά.

(Σόρι για τις εικοτολογίες, αν το έχει κανένας με τα κτηνοτροφικά ας διορθώσει).

#3
σφυρίζων

Achtung, Χαλικούτης;