Συνώνυμο του τρελέα, ο συμπαθητικός και μάλλον άκακος «τρελός», αυτός που κάνει παλαβομάρες χωρίς βασικά να πειράζει κανέναν, ο παλαβιάρης. Ακούγεται και πιο απλά, σαν φιλική προσφώνηση, χωρίς να εννοείται καμιά ιδιαίτερη τρέλα δηλαδή.

Γράφεται και «τρελλιάρης».

  1. Από εδώ:

Τρελιάρης χορευτής τα «σπάει» σε Μαρινέλλα – Θεοδωρίδου

  1. Από εδώ:

Καλά χιλιόμετρα τρελλιάρη ! Περιμένουμε τις απολαυστικές ανταποκρίσεις σου !!!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία