Στη γλώσσα των πετράδων (της Αίγινας τουλάχιστον, αλλά υποθέτω και γενικότερα), σημαίνει την πέτρα, η οποία κατά την εξόρυξή της δεν δείχνει τι ελαττώματα πιθανόν να κρύβει στο εσωτερικό της, ακριβώς σαν το καρπούζι, που δείχνει οκ, αλλά αν δεν το ανοίξεις «με το μαχαίρι» δεν φαίνεται αν είναι καλό ή όχι (βλ. παράδειγμα).

Επίσης, γουλάροντας τον όρο (και μη βρίσκοντας τίποτα για το παραπάνω) πέτυχα κι άλλο «καρπούζι»:

Η τουρμαλίνη συχνά έχει πολλά χρώματα ανακατεμένα σε ένα λίθο, και αυτό γίνεται επειδή δεν είναι ένα ενιαίο ορυκτό, αλλά μια ομάδα ορυκτών που συνδυάζουν τις φυσικές και χημικές τους ιδιότητες. Ο συνδυασμός ροζ και πράσινης τουρμαλίνης είναι ο πιο κοινός και ονομάζεται watermelon, δηλαδή καρπούζι επειδή μοιάζει εκπληκτικά στα χρώματα με το φρούτο. (από εδώ).

Δεν θα σου κόψω από αυτή την πέτρα, είναι καρπούζι, δεν μπορώ να ξέρω πόσα καλά κομμάτια θα βγάλει.

Tουρμαλίνη (από σφυρίζων, 13/06/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε