Πατώ + άτσαλα. Περπατώ και πατώ άγαρμπα, χωρίς να προσέχω που βάζω τα πόδια μου.

Το φελέκι μου δηλαδή...
— Τι έπαθες ρε Θανάση;
— Είχα βάλει κάτι πρασινάδες να φυτρώσουνε αλλά ήρθαν να παίξουν στο οικόπεδό μου κάτι κωλόπαιδα και τις τσαλαπατήσανε. Του αλλάξανε τα φώτα. Ούτε που κοιτάζουνε πού πάνε. Όλα γραμμένα τα έχουνε γαμώτο...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Khan

Ο Μπάμπης δίνει και την λιγότερη προφανή ετυμολογία από το τσάλαχο = θόρυβος.

#2
iron

μμμναι, αλλά δεν είναι σλανγκ, είναι καθομιλουμένη.

#3
Xenos

Σωστή η παρατήρηση του ironick. Μαλλον δεν έπρεπε να το βάλω.

#4
vikar

Ε μιά και το έβαλες, ας δώσουμε και μια τρίτη προέλευση που δίνει ο Μπαμπινιώ, οτι μπορεί να βγαίνει απο το έξαλλα + πατάω. (Οι εκδοχές άτσαλα και έξαλλα, δίνονται εξίσου και για το τσαλαβουτάω.)