Κάποιος μπαίνει Σόλων κυριολεκτικά, όταν χάνει ένα παιχνίδι στην πρέφα και δίνει πόντους σε όλους τους αντιπάλους. Μεταφορικά για κάποιον που πληρώνει για όλους.

Λογοπαίγνιο με το σ' όλων < σε όλων, δηλαδή «σε όλους, δίνει σε όλους».

Σολαρία, η κατάσταση κάποιος να μπαίνει σόλων τακτικά στη πρέφα.

Του κάναμε μεγάλο χουνέρι, χωρίς να έχει καλό χαρτί, την πάτησε και τονε βάλαμε Σόλων.

Σόλων ο Αθηναίος (από Khan, 03/12/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
σφυρίζων

Ο νους μου πήγε στο Σόλων, Σόλων, πώς τον θες, μισόν η όλον;