To ψιλο- ως πρόθεμα χρησιμοποείται συχνά και προς μετριασμό υβριστικών επιθέτων, ονομάτων και ρημάτων που στην πραγματικότητα δεν επιδέχονται μετριασμό, με ειρωνικό τρόπο ή σπανιότερα από ευγένεια και συμπόνοια προς τον συνομιλητή, αποτελώντας έτσι αυτό το πρόθεμα σημασιολογικά-εννοιολογικά μια μοναδική καινοτομία της καθομιλουμένης στην ελληνική γλώσσα.

Γενικά, συνηθίζουμε να λέμε πως στη ζωή υπάρχουν γκρίζες αποχρώσεις και διαβαθμίσεις και δεν είναι όλα άσπρο ή μαύρο, καθώς το σύστημα των αντιθέτων είναι φιλοσοφρικά ξεπερασμένο, όμως ορισμένα πράγματα στην καθημερινότητα είναι ''άσπρο ή μαύρο'', όπως η ζωή και ο θάνατος, η αθώωση ή η καταδίκη, η αρρώστια ή η υγεία, η άποψή μας για κάποιον σεσημασμένο κακοποιό ή προσωπικό μας εχθρό, η πίστη μας σε κάποια θρησκεία ή πολιτική ιδεολογία ή διακυβέρνηση διαμετρικά αντίθετη προς την κρατούσα (ναζισμός - κοινοβουλευτισμός), μερικά γνωστά παραδείγματα.

Κι όμως στην καθομιλουμένη, μπορεί να πούμε είσαι ψιλοφασίστας ή είσαι ψιλοπεθαμένος, στην ουσία εννοώντας μεταφορικά κάτι διαφορετικό π.χ. είσαι φίλα προσκείμενος στον φασισμό ή έχεις κακή υγεία ή απλά ειρωνευόμενοι τον συνομιλητή μας. Εμφατικά, ενίοτε και ψωλο- όταν πρόκειται για ειρωνική φραστική επίθεση.

ψιλοατάλαντος, ψιλοάσχετο, ψιλοαγράμματος, ψιλοαμόρφωτος, ψιλοακαλλιέργητος, ψιλοκάφρος, ψιλοβλήμα, ψιλοκαριόλα, ψιλομαλάκας, ψιλοαρχίδης, ψιλοχούφταλο, ψιλοσκατά, ψιλοχέσε μέσα, τα ψιλοκαταφέρνω (ή τα κουτσοκαταφέρνω), ψιλογρατζουνάω (ή κουτσογρατζουνάω, ψιλοπαίζω, κουτσοπαίζω) κιθάρα, ψιλοβαράει τα πλήκτρα, ψιλοφαλτσάρει, ψιλογκαρίζει, ψιλοτσιρίζει, ψιλοπρεζόνι, ψιλοπουστάρα, ψιλοπαιδέρας, ψιλοκοντός, ψιλοχοντρός, ψιλοκαράφλας, ψιλοκακοποιός, ψιλοπροβληματικός κλπ κλπ

Αλλά και παρηγορητικά: είσαι ψιλοαγχωμένος, έχεις ψιλοάγχος, ψιλοένταση, έχεις ψιλοπροβληματάκι, ψιλοθεματάκι (παρηγορητικά ή επιθετικά ανάλογα το ύφος, το πρόσωπο και την περίσταση)

Με ψωλο- π.χ. Όλη μέρα στο slang.gr, εισαι ψωλοκαμμένος (αντί ψιλοκαμμένος)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Khan

Ψιλοϋπήρχε.