Ταμαχιάρης, ταμαχιάρα
Κάποιος που τρώει αλλά δεν παίρνει δύναμη, κάποιος που δεν αντέχει στη βαρειά δουλειά, κάποιος που δεν αποδίδει στη δουλειά, το ζώο που δεν είναι αποδοτικό σε γάλα.
Μην τον παίρνεις στη δουλειά, είναι ταμαχιάρης (δεν αποδίδει).
4 σχόλια
iron
καμιά ιδέα για ετυμό;
deinosavros
Στον άλλο ορισμό. Τουρκ. tamahkar= άπληστος, πλεονέκτης.
σφυρίζων
Παίζει φυςικά και το ταμάχι.
leonpanos
πρεπει να ρωτησω λεπτομερειες για αρβανιτικα για να απαντησω