Πάθημα, συνήθως με παιγνιώδη χαρακτήρα, σε αντίθεση με το χουνέρι που είναι σοβαρό, από την άποψη του ομιλητή.

Μου έσκασε / μου έκανε μια κασκαρίκα / ένα χουνέρι.

Πιθανώς από το γαλλικό cache-cache = κρυφτούλι

Σήμερα ο πιτσιρικάς μού έσκασε μια κασκαρίκα άλλο πράμα! Με κλείδωσε απ' έξω στην τουαλέτα και γελούσε

Σήμερα ο πιτσιρικάς μού έκανε μεγάλο χουνέρι. Κρύφτηκε κάτω από το κρεβάτι και τρελάθηκα μέχρι να τον βρω

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

#1
Μιτζνούρ

Το χουνέρι είναι πανελλήνιο.
Η κασκαρίκα ξεκίνησε μάλλον από εβραίους σεφαρντίμ που μιλούσαν ladino και πολλοί από αυτούς ήσαν και γαλλόφωνοι, όπως στην παλιά Θεσσαλονίκη

#2
Μιτζνούρ

Στο παράδειγμα της προηγούμενης καταχώρησης δεν θα έβαζα τη λέξη κασκαρίκα αλλά πάθημα / χουνέρι.
Τι χουνέρι έπαθες!

#3
Khan

Εδώ πάντως το δίνει από το τουρκικό kackariko = απάτη, κόλπο.

#4
deinosavros

< ιταλ. cascare = πέφτω (πχ ιταλ. ci sei cascato != την πάτησες !). Δεν ξέρω αν εμείς το πήραμε απ' τους ιταλοί ή απ' τους τούρκοι.

#5
Khan

Σωστός.

#6
deinosavros

Μάλλον από τους τούρκους, καθόσον δεν ξέρω να υπάρχει ιταλ. λέξη cascarica.

#7
Μιτζνούρ

Το τούρκικο είναι προφανές δάνειο. Επομένως η ιταλική εκδοχή είναι πιο πειστική

#8
deinosavros

Προφανώς Μιτζ, οι τούρκοι το πήραν απ' τους ιταλούς.

#9
Nakas

Βλ. και λήμμα κατσκαρίκα.