Απαντάται και το μεγεθυντικό φετόλα. Η άσχημη γυναίκα, το μπάζο, η πατσαβούρα.

-Τελικά βγήκες για καφέ με αυτή τη γκόμενα απ' το εμεσέν που γνώρισες;
-Ναι ρε, άσ' τα, φετόλα τελείως ήταν, δεν βλεπόταν.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Επισκέπτης

Φορέας
Εξαιρετικά
Τρομακτικής
Ασχήμιας

#2
Mr. Cadmus

Το ενδεχόμενο γερμανικής ετυμολογίας (fett = παχύς, λιπαρός/ ουσ. λίπος, ξύγκι, πάχος) το έχει σκεφτεί κανένας ή είναι πρωτιά;

#3
MXΣ

'Ωπερ το ωραία φέτα μετατρέπεται σε οξύ-μωρο!

malakia, ε;

#4
donmhtsos

Πολλοί άνθρωποι (κι εγώ ανάμεσά τους) αισθάνονται μεγάλη απέχθεια/αηδία για το τυρί φέτα και άλλα παρόμοια, πιθανώς εξ αιτίας πλήρους ή μερικής ελλείψεως κάποιου πεπτικού ενζύμου (λακτάσης). Είναι πιθανόν ο χαρακυηρισμός αυτός να προήλθε από ένα τέτοιο άτομο.