Έκφραση πλήρους αδιαφορίας για άτομο ή κατάσταση. Εμφανίζεται στο λόγο μαζί με το ρήμα γράφωη ή και αυτόνομα με το ρήμα να υπονοείται. Σχηματίστηκε κατ' επίταση φράσεων όπως στην πούτσα μου/στον πούτσο μου (σε γράφω) κτλ. Η λέξη καραπουτσακλάρα που χαρακτηρίζει την εν λόγω φράση είναι σύνθετη. Τα συστατικά της είναι τα εξής: Α) το τουρκικό -Kara=μαύρος, το οποίο οποίο χρησιμοποιείται ως πρόθυμα είτε σε λέξεις με αρνητικό-υβριστικό χαρακτήρα (πχ καραπουτανάρα), είτε ως απλό δηλωτικό του χρώματος (πχ καραγκιόζης=μαυρομάτης). Ακόμη, αποτελεί σύνηθες πρόθυμα επωνύμων (πχ. Καραναστάσης). Β) τη λέξη πούτσα=λαικά το ανδρικό γεννητικό όργανο(αβέβαιης ετυμολογίας, πιθανώς από το σλαβικό butsa). Γ) τη λέξη κλάρα=το μεγάλο κλαδί, η οποία χρησιμοποιείται συνεκδοχικά και κατ' επίταση (του μεγέθους) για το ανδρικό γεννητικό όργανο λόγω της εξωτερικής ομοιότητας των χαρακτηριστικών (μάκρος, διάμετρος).

-Χέστηκα για το τι έχεις να μου πεις μωρή καργιόλα. Η παραμύθα τέλος. Όσο για το τι θα κάνεις από 'δω και πέρα, όυτε που με νοιάζει. Στην καραπουτσακλάρα μου!
-Λέγε εσύ, λέγε.. στην καραπουτσακλάρα μου σε γράφω..

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
papalaozi

Το πρόθημα καρά- χρησιμοποιείται γενικώς για να δηλώσει υπερθετικό βαθμό και δεν έχει απαραίτητα αρνητική χροιά: π.χ. καρατσεκάρω (κατά Μαλβίνα), καραβολίδα. Νομίζω και εδώ είναι απλό δηλωτικό του μεγέθους. Δεν ξέρω κατά πόσο ευσταθεί και το κλάρα-κλαδί ως ετυμολογία.

#2
barbarosa

Κόρη -> κοράκλα, κορακλάρα(;) Μάλλον ως "υπερτροφικό" υπερθετικό και η καραπουτσακλάρα. Χαχα! Πλάκα έχει και δείχνει πολύ παραστατικά πόοοοοοσο γραμμένο τον έχεις τον άλλο!

#3
stauros

Ἀγαπητοὶ Φίλοι,

νομίζω ὅτι ἐδῶ ἔχομε νὰ κάμωμε μὲ παρετυμολογία. Ἡ πρότασίς μου εἶναι ἡ ἑξῆς (βλ. καὶ λῆμμα: https://www.slang.gr/definition/28862-karapoutsaklara):

ΕΤΥΜ. < καρα- (τουρκ. α' συνθ. kara- “μαύρη, μεγάλη”) + ποῦτσ(α) (ἀβεβ. ἐτύμου, ἴσως < ἀρχ. πόσθη “δέρμα ποὺ περιβάλλει τὸ πέος”, ἢ < ἰταλ. puzzo “δυσωδία”. Ὀλιγώτερο πιθ. < τουρκ. puç “σχισμὴ γλουτῶν”, ἢ < σλαβ. butsa “προεξοχή”) + -ακλ(α) (μεγεθ. ἐπίθημα θηλυκῶν οὐσιαστικῶν μὲ σκωπτικὴ σημασία) + -αρα (μεγεθ. ἐπίθημα θηλυκῶν οὐσιαστικῶν).

ΣΗΜΑΣ. ἀρχικὴ σημ. “πάρα πολὺ μεγάλη ποῦτσα”.