Στα λεξικά ευρίσκεται με τη σημασία του οπτικού (κυρίως) ή ηχητικού σήματος, νεύματος απο το signal.
Στα βαπορίσια σινιάλο λέγεται και το διακριτικό σήμα (λογότυπο) της κάθε ναυτιλιακής εταιρίας, όπως είναι αποτυπωμένο στην τσιμινιέρα του πλοίου. Εδώ εννοείται όλο το σετ: Χρώμα τσιμινιέρας, λωρίδες, κύκλοι κλπ (άν υπάρχουν) και βέβαια το χαρακτηριστικό σχέδιο. Ανάλογο με το πίσω (κατακόρυφο) φτερό των αεροπορικών εταιριών.
Επειδή η ναυτική ορολογία μεταφέρεται και στην ξηρά, ως σινιάλο χαρακτηρίζεται και το διακριτικό σήμα στις μάρκες αυτοκινήτων, μοτό, ακόμα και (τραβηγμένα) το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό κάποιου ατόμου ή και ζώου.

Στα βαπόρια, στις ατελείωτες μέρες παραμονής στο αγκυροβόλιο (στη ράδα) περιμένοντας τη σειρά τους να μπουν στο λιμάνι, συνηθίζεται να δημιουργούνται γνωριμίες μεταξύ αξιωματικών της γέφυρας μέσω κουβέντας από το VHF. Σε μια τέτοια περίπτωση, δυο καπετάνιοι, γνωρίστηκαν από το VHF, είχαν κάθε βράδυ κουβέντα, αντάλλασαν πληροφορίες, διηγούνταν ιστορίες (καλή ώρα σαν κι αυτή που γράφω) μέχρι πού μετά από ενάμιση μήνα περίπου ήρθε η ώρα να μπουν στο λιμάνι. Τότε, έχοντας γίνει σχεδόν φίλοι, συμφώνησαν το βράδυ του κατάπλου, όταν πια θα έχουν ξεμπερδέψει με όλα τα διαδικαστικά, να βρεθούν κι από κοντά να πιούνε κι ένα ποτήρι βρε αδερφέ.
- Λοιπόν, στις εννιά στην πύλη, ΟΚ;
- OK! Και πώς θα σε γνωρίσω;
- Εύκολα. Είμαι κοντός με κοιλιά και έχω και φαλάκρα.
- Όμορφα σινιάλα έχεις...
- Άντε ρέ γαμήσου, που θα με κοροϊδέψεις κι από πάνω (ακολούθησε βρισίδι και δεν συναντήθηκαν ποτέ...)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία