Φεύγω, απομακρύνομαι, σαλπάρω.

Αναφορά στο αγγλικό sail.

  1. Άντε σαλίζουμε;

  2. Λοιπόν, μάγκες, σαλίζω....

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
vikar

Περίεργος σχηματισμός. Θα περίμενε κανείς να πείς σεϊλάρω αν βγαίνει απ' το sail, όχι σαλίζω. Το λέτε μόνο στην παρέα σας αυτό, ή ακούγεται γενικότερα;

Παρεμπιπτό, το σαλίζω θα μπορούσε να σημαίνει και «τρελαίνω», απ' το σαλός (αγαπημένη λέξη μεταφραστών του Ντοστογέφσκι...).

#2
patsis

Παρένθεση: Ίσως η μεταφραστική επιλογή της λέξης «σαλός» αντί των πιο συνηθισμένων «τρελός», «παλαβός» ή και «σαλεμένος» να γίνεται υπό την επίδραση της ορθόδοξης εκκλησιαστικής ορολογίας, με την οποία (ορθοδοξία) ο Ντοστογιέφσκι σχετίζεται.

Οι «δια Χριστόν σαλοί» είναι κατηγορία οσίων της Εκκλησίας. Αντιγράφω από εδώ:*> Ἡ διά Χριστόν Σαλότης εἶναι μία σπάνια καί ἰδιατέρως ἐπώδυνη μορφή ἀσκήσεως, τήν ὁποία χρησιμοποίησαν γιά τήν ἐν Χριστῷ τελείωσή τους κάποιοι Ἅγιοι, ἐλάχιστοι ἀριθμητικά σέ σχέση μέ τίς χιλιάδες τῶν γνωστῶν Ἁγίων. Συνίσταται στήν θεληματική μωρία. Ὁ ἀσκούμενος — συνήθως μετά ἀπό θεία πρόσκληση, σέ κάποιες περιπτώσεις μέσῳ κάποιου ὁράματος, σέ κάποιες ἄλλες μέσῳ τῆς ὑποδείξεως κάποιου χαρισματικοῦ καί διακριτικοῦ Πνευματικοῦ — ἀρχίζει νά φαίνεται στόν κόσμο σάν διανοητικά καθυστερημένος ἤ ψυχολογικά διαταραγμένος. Οἱ πράξεις του ἀπέχουν τῆς κοινῆς λογικῆς καί ἡ συμπεριφορά του εἶναι συνήθως προκλητική, οὐδέποτε ὅμως ἐπικίνδυνη γιά τόν ἑαυτό του καί κυρίως γιά τούς ἄλλους. *

#3
deinosavros

Ισως από το ισπαν. salir = βγαίνω. Αλλά πρόκειται για λεξιπλασία, οπότε...

#4
vikar

Πάτσις, ωραίος. Δέν ήξερα οτι υπήρχε τόση παράδοση απο πίσω.

Να πούμε, παρεμπιπτό, οτι ο πιό νομότυπος σχηματισμός απ' το σαλός δέν θα ήταν το σαλίζω, αλλα το σαλώνω (εξού και ξεσαλώνω).

#5
Khan

Εδώ το δίνει και με την σημασία του φλυαρώ και καλά από το σάλιο, ως αναφερόμενο στον Ερωτόκριτο.

#6
xalikoutis

Σαλεύω στην Κρήτη (μήπως μόνο στα Σφακιά; θα το ψάξω...) σημαίνει κουνιέμαι (π.χ. έγγιξά του και δεν εσάλευε= τον ακούμπησα και δεν κουνιόταν), προχωρώ, βαδίζω: πολύ συχνή η προστακτική σάλευ(γ)ε! = προχώρα! Τα βήματα λέγονται ζάλα παγκρητίως. Από την ίδια ρίζα ίσως;

Το σαλίζω=φλυαρώ δεν το έχω ακούσει.

Όσο για τους δια Χριστόν σαλούς, χωρίς να το έχω ψάξει ιδιαίτερα αλλά οσμιζόμενος τι είναι το μέηνστρημ της προσέγγισής τους, μου κάνει πολύ εντύπωση πως ορισμένοι θεολόγοι και παπάδες, στο πλαίσιο της περιφρούρησης των ντισιπλίναρι ορίων και άλλων πολλών, καταπίνουν αμάσητη την ψυχιατρική... Μην τυχόν και στιγματιστούν οι δια Χριστόν σαλοί ως... σαλοί... Απίστευτο. Δεν είναι λοιπόν τρελοί αλλά μάλλον τρελούτσικοι, ψιλοφλώροι που μαζεύουν λεφτά (θεληματικά) για να κάνουν τατού και πήρσινγκ (μωρία) αλλά προσεκτικά και με κάθε προφύλαξη, που δεν τραβάνε και κανά ζόρι ιδιαίτερα, δεν είναι μωρέ και επικίνδυνοι ούτε καν για τον εαυτό τους, απλά λιγάκι του την έδωκε του αγίου μετά την εξεταστική...

Εγώ νομίζω ότι η σύγχρονη ψυχιατρική αν εξέταζε δια Χριστόν σαλό και ήθελε να είναι συνεπής στα ίδια της τα κριτήρια θα έπρεπε να διαγνώσει κανονικότατα ψυχοπαθολογία.

Το βιβλίο της γ- λυκείου των θρησκευτικών είναι ευτυχώς πιο προσεκτικό.

Αυτά, σφίξανε κι οι ζέστες.