Κρητικό σπαστό πριονωτό μαχαίρι.

Οταν με πλησίασε τα μάτια του ήταν αγριεμένα κι ολοκόκκινα σαν του φονιά και η μούρη του μαυρισμένη από το θυμό. Ο χάρος ένα τέτοιο πρόσωπο πρέπει να ‘χει όταν πηγαίνει να πάρει την ψυχή των κακών ανθρώπων. Εκείνη την ώρα φοβήθηκα, έβαλα γρήγορα το χέρι μου στην τσέπη, που είχα ένα σφαλιχτάρι, με μια μεγάλη λεπίδα, το άνοιξα και το ξάμωσα προς το μέρος του.
- Αν κάνεις ένα ζάλο, θα σου το καρφώσω κι ας με πούνε και φόνισσα. Εκεί όμως που του ξάμωνα και τον φοβέριζα, παίζει ένα καμπανό, μ’ αρπάζει το σφαλιχτάρι και το πέταξε στον ποταμό.

σβαρνάς (από dryhammer, 07/07/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
allivegp

Η κάμα αντιθέτως, έχει λεία κόψη.

#2
dryhammer

Μάλλον εννοείς κάποιο απ' αυτά στο μήδι -στην Κρήτη τα λένε και σβαρνάδες, στην αγορά κλαδευτικούς σουγιάδες, στη Χίο κλαδευτήρια (όπως και τα τ. ψαλίδι)- που κλείνουν, (α)σφαλίζουν.