Θα σε σκίσω/θα σε φάω. Δηλώνει ενόχληση από γεγονός.
Γύρνα την κάμερα αλλού, είμαι άβαφη ρε θα σε καρικώσω.
(Όχι κ τόσο πετυχημένο παράδειγμα... Αυτοσχεδιάστε!)
Θα σε σκίσω/θα σε φάω. Δηλώνει ενόχληση από γεγονός.
Γύρνα την κάμερα αλλού, είμαι άβαφη ρε θα σε καρικώσω.
(Όχι κ τόσο πετυχημένο παράδειγμα... Αυτοσχεδιάστε!)
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία
1 σχόλιο
Khan
Όπως βλέπω εδώ, η δόκιμη σημασία του καρικώνω είναι:
1. επιδιορθώνω φθαρμένα μέρη τού υφάσματος, μαντάρω.
2. ράβω σταυροειδώς το άκρο υφάσματος για συγκράτηση των κλωστών της παρυφής για να μην ξεφτίσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλικό carico «φόρτωμα» (< carricare < λατινικό carrus) + κατάλ. -ώνω].
Σύμφωνα με εδώ ομόρριζη είναι η καρικατούρα.