Ζαρώνω, συρρικνώνομαι.
- Κοίτα τον ρε πως κατάντησε. Κατσίρντισε.
- Αχ που να στα λέω Δόμνα μου. Η πούτσα του Κυριάκου μου κατσίρντισε καλά-καλά.
Ζαρώνω, συρρικνώνομαι.
- Κοίτα τον ρε πως κατάντησε. Κατσίρντισε.
- Αχ που να στα λέω Δόμνα μου. Η πούτσα του Κυριάκου μου κατσίρντισε καλά-καλά.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
2 σχόλια
Khan
Στο Νέτι το βρίσκω με σημασία φεύγω, γλιτώνω ή τα χάνω και ετυμολογία < kacirdim, αόρ. τού τουρκ. ρ. kacirmak. (Ίσως συγγενές με το κατσιρμάς, κατσιρματζής;).
parofilol
Συμφωνώ απλά στην ιδιαίτερή μου πατρίδα έχει την έννοια που έγραψα.