Ζαρώνω, συρρικνώνομαι.

- Κοίτα τον ρε πως κατάντησε. Κατσίρντισε.
- Αχ που να στα λέω Δόμνα μου. Η πούτσα του Κυριάκου μου κατσίρντισε καλά-καλά.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Khan

Στο Νέτι το βρίσκω με σημασία φεύγω, γλιτώνω ή τα χάνω και ετυμολογία < kacirdim, αόρ. τού τουρκ. ρ. kacirmak. (Ίσως συγγενές με το κατσιρμάς, κατσιρματζής;).

#2
parofilol

Συμφωνώ απλά στην ιδιαίτερή μου πατρίδα έχει την έννοια που έγραψα.