Παίρνω πίπα, τσιμπουκώνω, επιδίδομαι σε γλειφοπούτσι, παίζω σόλο κλαρίνο, κάμνω μιμί.

Αργκό του σλανγιώτατου Ανδρέα του Εμπειρίκου. Μινέτ(τ)ο επίσης αποκαλείται το γλειφομούνι κι ο αυνανιοσμός (εκ του μινάρω).

1.
Μια απ' αυτές µάλιστα, που ήταν και από τίς παλαιότερες σκηνές που είδε, µήπως δεν απετέλεσε και τό πρώτο ζωντανό παράδειγµα τής γλυκύτατης πράξεως, που αργότερα έµαθε ότι ονοµάζεται «μιμί» ή «µινέττο», και τήν οποίαν, πριν µάθη τίς λέξεις αυτές, ονόµαζε µόνη της « πιποπιπίλα »;

2.
ο ζωγράφος, εξ αδικαιολογήτου όλως σεβασµού, και µολονότι ήτο φανερόν ότι τήν ήθελε και εκείνος (αφού συχνά επίεζε τήν ψωλήν του, ή τήν έτριβε επί τού στόµατός της) δεν είχε ζητήσει ποτέ ρητώς από τήν Φλώσσυ εκτέλεσιν µινέττου

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Khan

Αγαπάμε Εμπειρίκο!

Ξέρει κανείς (από όσους μείναμε τέσπα) την ετυμολογία του μινάρω; Φαίνεται ιταλικό, εδώ βρίσκω τα εξής:

«μινάρω (ρήμα) [ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ :μιναρ (ιταλ. λ. minare = υπονομεύω, υποσκάπτω) -ω]
ανοίγω μίνες, ανοίγω υπονόμους συνώνυμα: λαγουμίζω
παρασκευάζω υπόνομο με δυναμίτη για ανατίναξη
(μτφ.) α) υπονομεύω κάποιον με συκοφαντίες, του βάζω μίνες, επιδιώκω την καταστροφή του με ύπουλα μέσα, σκευωρώ σε βάρος του, β) μαλακίζομαι συνώνυμα: ναρκοθετώ».

Κάτι όμως φαίνεται να λείπει.

#2
σφυρίζων

Ενδιαφέρον! Οι μακαρονάδες μάλλον το μήραν από τους αγγλικανούς: undermine (υπονομεύω) < under + mine (τούνελ, ορυχείο)

#3
pelegrino

εμένα εξακολουθεί να μου φαίνεται λατινογενής η ρίζα.
mining μπορεί να σημαίνει και το «αντλώ» εκ της Γής (κάρβουνο φερειπείν), έτσι και ο μινάρας (αυνανιζόμενος) αντλεί εξ' εαυτού.

Just a thought.

#4
σφυρίζων

Βλ. επίσης pussy ή vagina mining.

#5
σφυρίζων

To extract one must first penetrate, που λένε και στο χωριό μου.

#6
vikar

Και νά και το κείμενο του Χριστιανόπουλου (κόψε-ράψε απο 'δώ), που αναφέρει ο ξηροσφύρης:

[I]Το ’50 τό λέγαν μινέτο. Ήταν μιά λέξη που έφερνε στο νού παραλυσίες ευρωπαϊκού τύπου. Η ηθική μου φρικιούσε και μόνο στο άκουσμά της. Οι παθητικοί το απέφευγαν γιατί το έβρισκαν λίγο εξευτελιστικό· οι ενεργητικοί το αποστρέφονταν γιατί υπέσκαπτε τον αντρισμό τους. Κυριαρχούσε ακόμη ο βιασμός.

Το ’60 τό λέγαν τσιμπούκι —μιά παραπειστική επιστροφή σε οθωμανικές ακολασίες. Οι αδερφές άρχισαν να το δέχονται σαν ένα νόστιμο μεζελίκι, και τα τεκνά ένιωθαν πιό πολύ άντρες όταν κανείς γονάτιζε μπροστά τους. Το χάλασμα είχε αρχίσει, μόνο που δε φαινόταν ακόμα.

Το ’70 τό λέγαν πίπα. Αν το τσιμπούκι γινόταν απ’ το περίσσευμα, η πίπα πλέον βόλευε το υστέρημα. Χάθηκαν οι κολομπαράδες, χιλιάδες μπάμιες μπέρδεψαν με το αλληλογλείψιμο τους ρόλους.

Ποιος ξέρει τί θ’ ακούσουμε ακόμα, τί νέα ονόματα θα υποδυθεί η αναπηρία.[/I]