Ο γαμιάς, ο επιβήτωρ.

Ο σύζυγος στα αρχαία (εκ του γαμέω, νυμφεύομαι).

Σλανγκιά του σλανγιωτάτου ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου.

Ο ευτυχής τετράπους γαμέτης, βατεύων αυτήν με οίστρον φλογερόν, εξέπεμπε από καιρού εις καιρόν συντόμους αλλά εξάλλους υλακάς ηδονής καθώς εκέντριζε με το αιχμήεν πέος του το εξαίσιον γυναικείον μουνί εις το οποίον είχε πλέον λυσιτελώς εισδύσει.
(Ἀνδρέας Ἐμπειρῖκος «Ὁ Μέγας Ἀνατολικός», Κεφ. 16, σελ. 123)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
dryhammer

Στη βιολογία
γαμέτης Κύτταρο αναπαραγωγικό που συνήθως προορίζεται για να συγχωνευτεί με έναν άλλο γαμέτη, δημιουργώντας ένα νέο κύτταρο που ονομάζεται ζυγώτης και εξελίσσεται σε ένα νέο άτομο. (πχ το σπερματοζωάριο και το ωάριο)

#2
σφυρίζων

Χα!