Συναχωμένος λέγεται ο μαστουρωμένος και συνάχι = μαστούρα.

Αρκετές φορές όμως αναφέρεται, και από τους ρεμπέτες παλιότερα, κυρίως στον τύπο που έχει γίνει από κοκαΐνη, λόγω της σχέσης με τη συναχωμένη μύτη, μιας και η κόκα γίνεται από τη μύτη.

Συναχωμένος μου ’ρχεσαι αμάν αμάν μουρμούρη μ’(ου) από πέρα
Και μεσ’ τα χέρια σου κρατάς συνάχι μου μια δίκοπη μαχαίρα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία