Ο υπό του αιδοίου ελαυνόμενος, κοινώς μουνάκιας. Όπως λέμε ιππήλατος άμαξα, κωπήλατος λέμβος, ατμήλατον πλοίον.

Ως γνωστόν η ελκτική δύναμις του αιδοίου είναι άπειρος, κοινώς «σέρνει καράβι».

Ο Γιάννης είναι δια βίου μουνήλατος: Σ' όλη του τη ζωή κυνηγάει το μουνί.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
donmhtsos

Αφιερώνεται εξαιρετικά στον παιδικό μου φίλο, ο οποίος έχει και την πατρότητα του όρου. Δέν τον δημιούργησε μόνον, αλλά και τον κάνει πράξη δια βίου.

#2
σφυρίζων

Ουδεμία σχέση σχέση με το πουτσύλατο :-)

#3
donmhtsos

Όχι με την έννοια του ορισμού του συγκεκριμένου λήμματος.
Αν αλλάζαμε την ορθογραφία σε πουτσήλατος (όπως αναφέρεται σε σχετικό σχόλιο) θα είχαμε, κατ' αντιστοιχίαν, την (και ενίοτε τον) εκ του πέους ελαυνομένην. Το πέος δε, πλήν της ελκτικής, διαθέτει και μεγίστην ωστικήν δύναμιν.

#4
donmhtsos

Επίσης σχετίζεται και με το λήμμα ψωλαρμενίζω.
Παραθέτω σχετικό δημώδες (σε ρυθμό Καλαματιανό) από τον κύκλο: «Της ψωλής μας το χαβά»:

ΨΩΛΑΡΜΕΝΙΣΜΑ

Καράβι αρματωμένο βγαινει στα βουνά
κι ακόμα παραπάνω, μισοούρανα
ένα μουνί το σέρνει απ' τη μουνότριχα
τι είδανε τα μάτια μ' τα καλότυχα

_Καράβι μ' τι γυρεύεις πάνω στα ψηλά
πού 'χει βροχές και μπόρες και μπουμπουνητά
αχ το μουνί με σέρνει, θέλει για να βρώ
αυτόν που λένε το σαυρογαμόκαβρο.

Κι εκεί που όρτσα-πρύμα ψωλαρμένιζαν και του μουνιού τις τρίχες καλοχτένιζαν
ήρθε βροχή κι αγέρας, ήρθαν κεραυνοί
και κόπηκεν η τρίχα από το μουνί.

(δυστυχώς η μαγνητοταινία του ερευνητή, που το κατέγραψε, έχει φθαρεί και δεν ήταν δυνατή η απομαγνητοφώνηση του υπολοίπου).
[βλ. λήμματα όσων είναι bold]

#5
Khan

Σωραίος Δον!

#6
σφυρίζων

Βάζω κι εδώ τα λιθαράκια μου:

Μουνάκατος: σκάφος σερνάμενο από νιμού.

Μουνηλάκατος: σκάφος-ιχνηλάτης σερνάμενο από άρωμα νιμού.

(που' σαι ρε Iron να χαρείς)

#7
donmhtsos

Πάντως το καράβι του δημώδους δεν ήτο μουνάκατος.
Είχε πλήρη ιστιοφορίαν, αλλά δυστυχώς μετά την θύελλαν την απώλεσεν και έμεινε ψωλάρμενον.

#8
σφυρίζων

Μέχρι να βρει ασφαλές καταφύγιο στον Λιμένα Μουνιχίας.

#9
donmhtsos

Έχω ακούσει ότι υπήρχε και άλλη κόπια της μαγνητοταινίας.
Δεν ψάχνεις να τη βρεις, μήπως μάθουμε τη συνέχεια του δημώδους; Μήπως τελικά κατέληξε στην Μουνιχία;

#10
donmhtsos

Τελικώς, κατόπιν αόκνων ενεργειών ερευνητικής ομάδος, απαρτιζομένης υπό του υποφαινομένου, εμού και του αιδοίου, ανεκαλύφθη, εις τα έγκατα της Ακαδημίας Αθηνών, χειρόγραφον του πρώτου ερευνητού εμπεριέχον το πλήρες κείμενον του άσματος, το όποίον και παρατίθεται αυτόχρημα:

ΨΩΛΑΡΜΕΝΙΣΜΑ

Καράβι αρματωμένο βγαινει στα βουνά
κι ακόμα παραπάνω, μισοούρανα
ένα μουνί το σέρνει απ' τη μουνότριχα
τι είδανε τα μάτια μ' τα καλότυχα

Καράβι μ' τι γυρεύεις πάνω στα ψηλά
πού 'χει βροχές και μπόρες και μπουμπουνητά
αχ το μουνί με σέρνει, θέλει για να βρώ
αυτόν που λένε το σαυρογαμόκαβρο.

Κι εκεί που όρτσα-πρύμα ψωλαρμένιζαν και του μουνιού τις τρίχες καλοχτένιζαν
ήρθε βροχή κι αγέρας, ήρθαν κεραυνοί
και κόπηκεν η τρίχα από το μουνί.

Κουρέλια τα πανιά μα τα κατάρτια του
ακόμα εβαστιούνταν απ' τα ξάρτια του
κι εκει οπού ταξίδευε ψωλάρμενο
τον είδε νά 'ρχεται σεινάμενο-κουνάμενο.

Του λέει, έλα κοντά σαυρογαμόκαβρε
τόσο καιρό σε ψάχνω, ωρέ γαμόφλαρε
γιά βάλ' ένα χεράκι να γλιτώσουμε
ζήτα μετά ό,τι θες και θα στο δώσουμε.

Κουλάντριζε τις σκότες στα ποδάρια του κρατούσε το τιμόνι στα παπάρια του
κι έφτασ' αγάλι-αγάλι απ'τον ουρανό στης Μουνιχίας το λιμάνι, το στενό.

#11
nikolaou

Ευκλεής ο Δον Μήτσος!

Ασυστόλως εμπνευσμένος, αυθαδώς παραθέτω συνέχειαν του έπους, δίκην

«Πάνω σ’ έναν ξένο τοίχο».

Στο λιμανάκι σαυρογαμοκαβρωμένος
έμπαινε κι έβγαινε – στο τέλος μεθυσμένος
«Γλυκιά μου νύστα, τον Μορφέα βρες στα βάθη σου»
ψέλλισε κι έγειρε στη σκοτεινιά της άβυσσου,

σε μαψωλείο του βυθού όλο το βράδι
σαυρογαμοκαραβοκύρης στο σκοτάδι.
Με το ξημέρωμα και την δροσιά της αύρας
να σαβουρογαμόκαβρος – φωτιά και λαύρα!

Σκάει μύτη ζόρικος, με βλέψεις για καράβι.
Καβρομαχία και καβροκαβγάς ανάβει.
Οι καβρομάχοι αγκομαχούν στο λιμανάκι
μα ξάφνου: «Σύρμα! Καταφτάνει το μουνάκι!»

«Ώρα καλή, σαυρογαμοκαραβοκύρη»
λέει του, κι ήταν να το πίνεις στο ποτήρι.
«Γεια σου και σένα» λέει στον σαβουρογαμόκαβρο
να τού καλμάρει τον θυμό, τον λαύρο κάβρο.

Κοιτάζονται όλοι, τι να πουν… Τέρμα τα μίση!
Σαύρα, σαβούρα… Η αγάπη ας μιλήσει.
Μαζί σαλπάρουν στο καράβι φιλιωμένοι,
Κι όλοι το ξέρουν το καράβι ποιος το σέρνει.