Το ρήμα "φαντάσσω" ως αμετάβατο στην Κρήτη σημαίνει ότι ο τόπος είναι στοιχειωμένος. Είναι το περιβάλλον, φυσικό ή ανθρωπογενές, που κάνουν συχνά την εμφάνισή τους φανταξά (φαντάσματα), νεράιδες, τελώνια, διαόλοι και τριβόλοι, κι άλλα πολλά της δεισιδαίμονος πανίδας.

Πέρα από τη στενή σημασία αυτή, το ρήμα χρησιμοποιείται κάπως μεταφορικά, για τόπους, χωριά, γειτονιές, σπίτια, που έχουν ερημώσει, από τους οποίους έχει φύγει η ανθρώπινη παρουσία.

Σπανιότατα (με επιφύλαξη το γράφω) μπορεί να λέγεται και για ανθρώπους με παράξενο παρουσιαστικό, αλλόκοτους ή αλαφροΐσκιωτους που σου φέρνουν ανατριχίλα, αλλά μάλλον σε συνάρτηση με το ανάλογο ντεκόρ ή να εκφέρεται μαζί με άλλους χαρακτηρισμούς.

(με έμπνευση και έναυσμα το μωραΐτικο φυλάει)

- Ώφου κι επήαιτε από κεια, και δεν εφοβηθήκετε μωρέ τροζοκόπελα; Εκειά το λένε "του Σαρακηνού" και φαντάσσει!
- Άσε μας ρε θεία...

[... ] παρακαλούσα τη μάνα μου να φύγομε πριν το μεσημέρι, γιατί τότε “φαντάσσει” και βγαίνουν οι θεόρατοι γενίτσαροι με τα μαχαίρια τους και σφάζουν όποιον συναντήσουν. πηγή

Έκεια πού ναι το ξενοδοχείο που δεν ετέλειωσε ω ανάθεμά το πως φαντάσσει.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
vanias

πρωτάκουστο! να φτιάσουμε ετικέτα για στοιχειά :Ρ είπε κι ο Βράστας ότι η γιαγιούμπα του χε κόψει τις μεταμεσημεριανές βόλτες. Το χουτε αυτό χαλικού;

#2
xalikoutis

Δεν ξέρω για το ποιες ώρες φαντάσσουνε περισσότερο, το απόγευμα - σούρουπο παίζει σίγουρα. Από την άλλη οι ιστορίες συνάντησης με τον ίδιο το διάολο είναι νομίζω οι περισσότερες νυχτερινές. Στο παράδειγμα που βρήκα ο τύπος λέει ότι το μεσημέρι βγαίνουνε οι γενίσταροι... . Λέτετο μεσημέρι να φαντάσσει κι αυτό πολύ; Ο Νίτσες είχε μανία με το μεσημέρι, την ώρα του πιο μικρού ίσκιου. Λέτε να τον πίεζε κι αυτόν η γιαγιά του να την πέφτει για ύπνο το μεσημέρι αντί να γυρνοβολάει στον ήλιο ντάλα; Ερωτήματα, ερωτήματα...

#3
dryhammer

Στη Χίο υπάρχει το συνώνυμο σφαντάζω (από το σφαντό = φάντασμα) με παρόμοια χρήση. Επί ανθρώπων χαρακτηρίζει ανθρώπους μοναχικούς, παράξενους κι ερημοσπίτηδες που στοίχειωσαν εν ζωή και σκωπτικά για πολύ αδύνατους.

Καιρός του ήτανε να παντρεφτεί γιατί τοσον καιρό μονάχος του, ησφάνταξένε μες στο σπίτι.

Μ' εφτή τη δίαιτα που μού 'δωκεν ο γιατρός, εσφάνταξα από την πείνα.

#4
xalikoutis

Εμένα ξεροσφύρη με βάση τα παραδείγματα που δίνεις το σφαντάζω μου ακούγεται να προέρχεται από το σφαδάζω και το σφανταξό ίσως από παρεπίδραση από το φαντάσσω - φανταξό.

Στην Κρήτη, το ανάλογο ρήμα προς το σφαντάζω είναι το "(μ)πλαντώ" (στην υπόλοιπη Ελλάδα δε λέγεται να "σκάσεις και να πλαντάξεις";). Δηλαδή με καταλαμβάνει μεγάλη στενοχωρία, αγανάκτηση, είμαι σε ψυχολογικό αδιέξοδο, "ασφυκτιώ", και οι άλλοι αδιαφορούν (σημαντικό αυτό με την αδιαφορία των άλλων). Στην Κρήτη, λοιπόν, το (μ)πλαντώ υπάρχει σε πιο πολλές μορφές, ίσως, από την άλλη Ελλάδα, καθώς λένε: "δε μπορώ επαπέρα στη ξενιτιά, (μ)πλαντώ" ή "ε(μ)πλάνταξα μέσα στο σπίτι" ή και "από την πείνα" όπως λές κι εσύ για το σφαντάζω.

#5
dryhammer

Επί ανθρώπων καταχρηστικά ίσως, επι χώρων αντικειμένων αντί του στοίχειωσε. Το πλαντάω-πλαντάζω-πλαντώ, έχει την ίδια σημασία που δίνεις (ασφυκτιώ κλπ).