νταγιάκι, νταγιάκα

Ξύλο, όχι το υλικό, ξυλοδαρμός. Λέξη σε αχρηστία πια αφου οι πρώτες γενιές των προσφύγων και όσοι άλλοι χρησιμοποιούσαν τούρκικες λέξεις, εξέλιπαν.

Εκ του τουρκ. dayak = χτύπημα, ξυλοδαρμός που πήρε ελληνική κατάληξη κι έγινε νταγιάκι (το) και για επίταση νταγιάκα(η).

Μαζευτήκανε στην πλατεία και φωνάζανε κι ύστερα ήρθανε οι χωροφύλακες κι έπεσε νταγιάκι άγριο.

Κάτσε ήσυχα γιατι θα δουλέψει νταγιάκα.

Ενίοτε χρησιμοποιείται και σαν συνώνυμο του δεκανικιού ίσως επειδή τα πρώτα τέτοια ήταν ιδιοκατασκευές (όπως η μαγκούρα συνώνυμη του ξυλοκοπήμστος).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
σφυρίζων

+5

#2
donmhtsos

Πολύ καλό.

Εγώ πάντως, δεν το νταγιαντώ το νταγιάκι!

#3
deinosavros

Ωραίος ο κουρού-τσεκίτς. Το νταγιάκι ψιλογουγλίζεται και ως βρομόξυλο και ως δεκανίκι αλλά το ένα λίνκι είναι αρκούδως σιχαμένο και δε γουστάρω.

#4
deinosavros

Συνειρμικά, το βορειοελλαδίτικο ντεγνέκι = μπαστούνι, μαγκούρα για βάδισμα < τουρκ. degnek ( το g με καλαθάκι από πάνου, γμ το πληκτρολόγιό μου). Οι βόρειοι να μας πουν αν είναι σε χρήση. Πάντως γουγλίζεται με την έννοια του βρομόξυλου.

Ήρθαν και κάθησαν σιωπηλοί στο μιντέρι. Άφησαν δίπλα τα ντεγνέκια τους και τον κοίταζαν περιμένοντας υπομονετικά, χωρίς να μιλούν.

Γ. Σκαμπαρδώνης, Η ψίχα της μεταλαβιάς. Εκδ. τα τραμάκια, Θεσσαλονίκη 1990.