Ο ψεύτης. Αυτός που λέει μούσια.

α. (www.alfisti.gr) Μην αρχίσετε τώρα να με λέτε φιδέμπορα , αλήθεια λέω , πιστέψτε με!

β. (www.say.gr) Φοβάμαι ότι θα με παρεξηγήσει και θα με περάσει για κανένα φιδέμπορα

(από Hank, 28/06/09)

Βλ. και αρχιδέμπορας, ψωλέμπορας.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
patsis

Βλ. και φίδι, φιδιά, Φιδίας. Δεν ξέρω αν είναι συμπτωματικό αλλά snake oil (=φιδόλαδο) στα αγγλοαμερικανικά σημαίνει μούφα προϊόντα υγείας ή επιστημονικά αναπόδεικτες θεραπείες και, κατ' επέκταση, κάθε προϊόν αμφιβόλου ή μη ελεγμένης ποιότητας ή οφέλους. Ο snake oil salesman (=φιδολαδέμπορας, ας πούμε) είναι κάποιος που πωλεί εν γνώσει του μούφα προϊόντα ή γενικώς απατεώνας, κομπογιαννίτης, τσαρλατάνος.