Το "με αγγίζεις". Στην Κρητική εξακολουθεί να υπάρχει διαφοροποίηση ως προς τα ρήματα που συντάσσεται το αντικείμενό τους σε πτώση αιτιατική, σε σχέση με αυτά που συντάσσονται με γενική, διατηρώντας τη λεπτή νοηματική απόχρωση που υπάρχει (μου 'γγίζεις, με αγγίζεις, αλλά όχι άμεσα εμένα ως ολότητα, που όπου και να με ακουμπήσεις σε ένα μέρος του σώματος, επειδή ανήκει σε μένα, είμαι εγώ, μα αγγίζεις το πολύ συγκεκριμένο σημείο που διαφοροποιείται εκείνη τη στιγμή από το υπόλοιπο σώμα μου, επειδή έρχεται σε επαφή μαζί σου, στην προκείμενη περίπτωση). Μου' γγίζεις τη χέρα, τον πόδα, το "εργαλείο" κουλουπού...

Τα ρήματα που συντάσσονται με γενική, είναι σχεδόν εξίσου πολλά με αυτά που συντάσσονται με αιτιατική στη διάλεκτο, με τη γενική να έχει αφομοιώσει μορφολογικοσυντακτικά (στη μορφή και στη χρήση δηλαδή) την αρχαία δοτική. Άρα αυτά που στην Κρητική συντάσσονται με γενική κατά τον γενικό κανόνα στα αρχαία συντάσσονται είτε με γενική είτε με δοτική (σπανιότατα με αιτιατική, κάποια λίγα ρήματα όμως της νεοελληνικής κοινής μπορεί στην Κρητική να συντάσσονται με γενική, επειδή έτσι έχει κληροδοτηθεί μέσα στην εξέλιξη της γλώσσας από τα αρχαία και δεν έχουν περάσει από την κοινή στη διάλεκτο, εφόσον προυπήρχαν). Από τα συμφραζόμενα το αντικείμενο μπορεί να εννοηθεί ή να είναι το υπονοούμενο το ευκώλως εννοούμενο, για να μην κατονομασθεί η φράση που περιγράφει.

Είναι αξιοθαύμαστο πάντως, πως ανά την εγχώριό μας, δεν κατονομαζόταν η πράξη φάτσα -κάρτα, όπως μας ήρθε η έτοιμη αμερικανιά από την αλλοδαπήν και δη την Εσπερία την εποχή του (δυτικότροπου) εκσυγχρονισμού - και καλά - και της αλλοτρίωσης της παράδοσης. Οι παλιές ελληνικές κοινωνίες δεν είναι ότι το είχαν ως συντηρητικές και καθυστερημένες ως πράξη, άρα και ως λέξη, ταμπού (τα χωργιά βογγούσαν κάποτε από τα αλληλοκαβαλικεύματα, αφού το μουνί το λένε Γιώτα και τον πούτσο Παναγιώτα που λέει και το δημώδες), αλλά το να μην το κατονομάζουν υπόκειτο στα πλαίσια του ερωτικού παιχνιδιού, του τσαχπινισμού, του ζουζουνισμού, ώστε να μην ακούγεται βάρβαρο, επιθετικό και - φευ!- το χείριστο όλων: πεζό και φτηνό, όπως ακούγεται σήμερα που ισοπεδώνει τους μετέχοντες και επικεντρώνεται καθαρά ως τεχνικός όρος στην πράξη και μόνο, με τα "εργαλεία" να είναι απλώς υδραυλικά, ένα πράμα, μεριστικά 'λαδή κι όχι ολιστικά, ως διακριτά μέρη ενός όλου, ενός ανθρώπινου έμψυχου σώματος...

  1. - Πού' σου' να τόση να ώρα που σ' ανιμένω;
    - Ήμουνα με Νικολιό και ζγουραφίζαμε...
    - Έλα 'παέ να μου βοηθήξεις, μόνε πρόσεχε, μή μου 'γγίξεις και με μουτζαλώσεις με τσι μπογιάδες στι χέρες σου... Άμε πλύσου, πρώτα.

  2. - Έλα Κρινιώ μου, έλα μάθια μου, που σ' αποθύμηξα ούληνα τη μέρα και σε λαχταρώ. Έλα σίμωσε...
    - Όι, δε σιμώνω...
    - Γιάντα;
    - Όι δεν έρχομαι, για θέλει μου ' γγίξεις...(=γιατί θα μου το αγγίξεις/τσιγκλίσεις/χαρχαλέψεις, το "εργαλείο")
    - Έλα, τζάνε μου, μα' γω σ' αγαπώ κι ανέ δε θέλεις, δε σου 'γγίζω. Μη φοβάσαι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
donmhtsos

Το ίδιο συμβαίνει και στη ντοπιολαλιά της Κύθνου:

"Μπας και δε τόνε βγαγιολίζω; Μα 'κείνος μου βαρεί." (Παράδειγμα του λήμματος βαγιολίζω).

Με την ευκαιρία, να σε ρωτήσω (αν ξέρεις φυσικά) για την εκφορά του "β" σε "βγ" (π.χ. βγαγιολίζω, μαερεύγω κλπ.), που υπήρχε παλιότερα στη ντοπιολαλιά (θυμάμαι να το λένε κάποιοι ηλικιωμένοι τη δεκαετία του '50). Νομίζω κάτι έχω ακούσει/διαβάσει σχετικά, αλλά δε θυμάμαι τί και πού (από τα κακά του "γηράσκω").

#2
deinosavros

Δον, στον Ερωτόκριτο που λέγαμε είναι κοινός τόπος. Γυρεύγω, αναπεύγω, μισεύγω κλπ.

#3
barbarosa

Οι Κύπριοι αναπτύσσουν "κ" αντί για "γ". Χορεύκω, δουλεύκω, γυρεύκω... Υπάρχει η τάση δάσυνσης της προφοράς εκεί που υπάρχει ημίφωνο. Τα "αυ", "ευ" ως δίφθογγοι - διγραφίες προφέρονται "αβ, αφ" και "εβ, εφ" αντίστοιχα, αναλόγως αυτού που ακολουθεί. Στην πραγματικότητα αυτοί οι δίφθογγοι ξεκίνησαν να προφέρονται ως ένα φωνήεν σχεδόν, μακρό όμως στα αρχαία με το ύψιλον να προφέρεται, το λέει κι η λέξη, ψιλό όπως το γαλλικό "u". Αυτό το ύψιλον λοιπόν ημιφωνημάτιζε, κινούταν δηλαδή μεταξύ φωνήεντος και συμφώνου στο άκουσμά του και αναλόγως αυτού που ακολουθούσε έκλεινε πιο πολύ στο "β" ή στο "φ" των νέων ελληνικών. Σημειωτέον δε, στην αρχαία άρθρωση το "β"=μπ και το "φ"=πh και δεν υπήρχαν γράμματα για να αποδόσουν τους φθόγγους που σήμερα ακούμε ως χειλοδοντικό ηχηρό διαρκές "β" και χειλοδοντικό άηχο διαρκές "φ", διότι ήταν και τα δυο διχειλικά και ημίφωνα που αποδίδονταν και τα δυο με το "υ" του διφθόγγου. Στα μεσαιωνικά΄ ελληνικά η άρθρωση άρχισε ν' αλλάζει, αλλά σε κάποιες περιοχές εξακολουθούσε η εκφορά αυτών των διφθόγγων ειδικά άμα ακολουθούσε φωνήεν να είναι αδύναμη, ενώ τα φωνολογικά δεδομένα γύρω άλλαζαν και σιγά σιγά τα γράμματα άρχισαν να προφέρονται όπως σήμερα. Για να ενισχυθούν λοιπόν επειδή λόγω των Σλάβων και των σκλαβηνιών που ιδρύθηκαν μέσα στο Βυζάντιο, οι ελληνόφωνες περιοχές άρχισαν να επηρεάζονται από αυτήν την προφορά που έχει πολλά λαρυγγικά - ουρανικά σύμφωνα έντονα, ενισχύθηκαν και αυτές οι αλληλουχίες με την ανάπτυξη τέτοιων συμφώνων... Σήμερα η Κοινή δεν τα εμφανίζει αυτά, διότι ως στεριανή διάλεκτος (έγινε εμπνευστή από την Πατρινή διάλεκτο του 19ου αι. η σύγχρονη ελληνική, ως η πιο ανεπτυγμένη από τις πελο ποννησιακές λόγω κοσμοπολιτισμού - εμπορικές δραστηριότητες με Ιταλία, ιταλική παροικία στην Πάτρα μέχρι και τη Χούντα) επηρεάστηκε από τις επαφές με την κεντρική και νότια Ιταλία (Μεγάλη Ελλάδα) όπου φαινόμενα βόρειου φωνηεντισμού (δασείας εκφοράς φθόγγων, συνιζήσεων) δεν υπάρχουν κι έτσι δε διασώθηκαν εκεί. Αν γινόταν τελικά η κρητική διάλεκτος η επίσημη του νεοσύτατου νεοελληνικού κράτους, όπως είχε προταθεί αρχικά ως ο ισχυρότερος εκπρόσωπος, αλλά οι φυσικοί ομιλητές της παρά την Αναγέννηση που έζησαν λόγω των Βενετών και άλλων παραγόντων στο νησί που ανέδειξαν τη γλώσσα καλλιτεχνικά, πολιτιστικά και επιστημονικά, εκείνη την εποχή τελούσαν υπό τουρκικό ζυγό και κάτι τέτοιο θα ήταν ανέφικτο να γίνει, όσο ωραία ιδέα κι αν ήταν, σήμερα θα μιλούσαμε με "μισεύγω", "χορεύγω", "γερεύγω"...(να' το πάλι το "ε" από αφομοίωση λόγω της συλλαβής που έπεται)

#4
barbarosa

Ενώ η Κρήτη διετέλεσε υπό Βενετικό ζυγό, οι Βενετοί, ως βόρειοι Ιταλοί, με τη δική τους διάλεκτο που υπήρχε ως τον 18ο αιώνα, είχαν φωνηεντισμό που παραπέμπει πιο πολύ στο βλάχικο παρά στον ιταλικό... Ετσι η Κρήτη ήρθε σε επαφή με Ιταλούς μεν, του βόρειου ιδιώματος δε, όπου υπάρχουν πολλές φωνολογικές αναλογίες μεταξύ των δικών μας και των δικών τους νοτίων, όπως και των δικών μας και των δικών τους βορείων... Έτσι η Κρήτη απέκτησε δασεία προφορα και γενικώς τα νησιά που τα πάτησαν Βενετοί/Βορειοιταλοί... Οι Σλάβοι κατέλληξαν στα νησιά κι αυτοί, αλλά κυρίως στο βόρειο κι όχι τόσο στο νότιο Αιγαίο, λόγω της πειρατείας που ήταν στα φόρτε της τότε στη Μεσόγειο και τα νησιά του νότιου Αιγαίου ήταν πιο εκτεθειμένα σ' αυτήν απ' ότι του βόρειου.

#5
xalikoutis

Πολύ ενδιαφέροντα!
Να σημειώσουμε έτι περαιτέρω για το αξιόσλανγκον του λήμματος, ότι η φράση μου 'γγίζει και μου 'γγίζει στα νεύρα χρησιμοποιείται πολύ στην Κρήτη με την έννοια μου τη δίνει (στα νεύρα), με εκνευρίζει. Κάπου στο σλανγκ υπήρχε και ένα μήδι με το γκρινιάρη από τα στρουμφάκια σε πέτσακοβερσιόν να λέει μου 'γγίζει αλλά κάθου γύρευε.

#6
barbarosa

Ναι, σωστά! Σοβαρή παράλειψη! Δεν έβαλα τον Μπαρμπαρόσα για πλάκα παρανόμι... Τότε έδρασε ο Μπαρμπαρόσα ως πειρατής, την εποχή που περιγράφω, τότε και οι άνδρες πήραν τις βράκες των σαρακινών και τα σαρίκια για να μην ξεχωρίζουν από τσι πειρατές, στο φόβο μη και τσι κουρσέψουνε.... Όσο για το μου 'γγίζει, μού 'γγιξε στα νεύρα:
- Θιο, θα πάμε;
- Να πάμε θέλει...
- Πόοοοτεεε;
- Ύστερα, μόνο άφησ' με γιατί έχω δουλειά.
- Πότε ύστερα;
- Ύστερα, λέγω σου, ύστερα!
- Πότε ύστ...
- Ε, γαμεί διαόλοι τη μάνα που σ' ήκαμε μπάσταρδο, ανέ δε μού 'γγιξες στα νεύρα! Άμε χαροντίσου μπλιο!!!