Κάτι είναι ή δεν είναι μακετό, ανάλογα με με το αν πείθει ή όχι ως πραγματικό και όχι μακέτα, ή μακέτο.
Μορφικά το μακετό θυμίζει το μαχητό, διαβλητό, επιθυμητό κλπ, στο θηλυκό όμως δεν έχει...

Δεν υπάρχει εδώ τίποτα που να είναι μακετό.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Khan

#2
soulto

Καθ' όλα σχετικόν! Από το μαλάσσω;
Πάντως είναι εντυπωσιακό πώς παράγονται οι λέξεις με τον ίδιο πανάρχαιο τρόπο!

#3
Khan

Από αυτά τέσπα, συγγενές βλέπω και το make στα αγγλικά (!), όχι πορτοκαλισμός, αλλά ινδοευρωπαϊσμός.

#4
soulto

Μίλα μου «Σανσκριτικά» ...

#5
xalikoutis

Πανάσχετο: λέω να καθιερώσω να λέω τα ψευδοκρητικά τύπου "ίντα κάμεις ωρέ κοπέλι;" να τα λέω sansκρητικά, επειδή-δεν-έχουν-τίποτα-το-αυθεντικά-κρητικό-απάνω-τους καλό, ε;. Ή ίσως σανκρητικά.

#6
soulto

Σανκρητικά!! Κῦdos Χαλικού, να το το σλανγκώσεις προτείνω είναι πολύ ωραίο και χρήσιμο!