Κάνω γκάφα, πιάνω κάτι και μου ξεφεύγει ή περπατάω και σαβουρώνομαι.

Προέρχεται από τα RPG όπου botch είναι η κακιά ζαριά (ασσόδυο) που φέρνει ζημιές.

  1. Και εκεί που μας την πέφτει ο Drow, ρίχνω μια ζαριά με το two handed sword, αλλά μπότσαρα και κατά λάθος χτύπησα τον μάγο που ήταν δίπλα μου!

  2. Μην του δώσεις να πάει αυτός τα ποτήρια, όλο μποτσάρει και θα τα κάνει θρύψαλα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
poniroskylo

Η λέξη μποτσάρω (ενίοτε και μποτζάρω) είναι πολύ προγενέστερη των υπολογιστών και των RPG. Είναι ναυτικός όρος και σημαίνει ότι το σκάφος ταλαντεύεται δεξιά-αριστερά από τα κύματα (η αντίθετη, δηλαδή, κίνηση από το σκαμπανέβασμα όπου πλώρη-πρύμη πάνε πάνω-κάτω). Χρησιμοποιείται και για ανθρώπους που ταλαντεύονται, κυριολεκτικά ή μεταφορικά, παραπατάνε, εμφανίζουν αστάθεια και αυτή είναι μάλλον η έννοια του μποτσάρει στο δεύτερο παράδειγμα. Η ετυμολόγηση από το αγγλικό botch=κάνω κάτι αδέξια, τσαπατσούλικα (βλ. και καλαμπόρτζης) είναι πολύ ευρηματική αλλά μάλλον λάθος

#2
electron

Διεβασμένος (που έλεγε και η γιαγιά μου, ο πονηρός). Εξ'ου και η έκφραση «έχει μπότσι (ή μπότζι) σήμερα η θάλασσα». Το λένε συνήθως για το βουβό (χωρίς αφρό) κύμα που βγάζει η νοτιά. Αυτό το κύμα, κάνει τα σκάφη στα λιμάνια (που τα πιάνει η νοτιά) να κινούνται όπως ακριβώς περιέγραψε ο προλαλήσας.

#3
dryhammer

Λοιπόν για να ξεμπερδεύουμε με τα ναυτικά. Μποτζάρω (συνήθως στο τρίτο πρόσωπο) είναι το ταλαντεύομαι δεξια - αριστερά. Μπότζι είναι αυτή η ταλάντευση άσχετα με αν το πλοίο είναι στο λιμάνι ή όχι. Κύρια συμβαίνει εν πλώ. Στο λιμάνι προκαλείται από στάσιμα κύματα κι έχει να κάνει με το σχεδιασμό του λιμανιού σε σχέση με την κατεύθυνσην των κυμάτων που μπαίνουν μέσα.
Μποτσάρω ή αλλιώς βαζω μπότσο έχουμε όταν θέλουμε να σταθεροποιήσουμε πρόχειρα έναν κάβο τεζαρισμένο, πάνω στη μπίντα του πλοίου, που τον έχουμε βγάλει από την ανέμη, με ένα σκοινί τον μπότσο, μέχρι ο άλλος ναύτης να κάνει τα οχτάρια στις μπίντες.

#4
dryhammer

Επίσης και το μποτσάρω-μποτζάρω του καπ. Ελεκτρον στο σχόλιο για το μπότζι με τη σημασία του σταθεροποιώ γενικά κάτι- δένω για να μη φύγει, όρος που πέρασε και στη στεριά από ναυτικούς και τους πέριξ αυτών.

#5
vikar

Το μποτσάρω εκ του botch παιδιά στέκει και καραστέκει όπως το λέει ο Παπάρας, και με τη σημασία που το λέει. Μπλαμπλά περι μποτσόζαρων σε παιχνίδια ρόλων, στα αγγλικά, βρίσκω εδωπέρα πιχί. Τ' οτι δέ το λεξιλόγιο των παιχτών ρόλων είναι περισσότερο αγγλικό απ' ότι ελληνικό, είναι γνωστό στους σχετικούς κύκλους (κάτι σάν τη ζαργκόν των πληροφορικάριων, και πολύ χειρότερα όμως, καθότι τα παιχνίδια ρόλων δέν διδάσκονται στα πανεπιστήμια...).

Πρόκειται λοιπόν για διαφορετικό δάνειο απο τα μποτζάρω και μποτσάρω που αναφέρονται πιο πάνω.

#6
dryhammer

Αντιγράφω από Live-Pedia.gr μπότσος ο (ουσιαστικό) [ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ :μποτσ (ιταλ. λ. bozza = είδος κόμπου) -ος] (ναυτ.) ο δεσμός από αλυσίδα ή σκοινί, ο αγκυροδέτης.

Για το botch το Wiktionary δίνει την ερμηνεία του ορισμού αλλά και
Etymology 1
Middle English bocchen (“to mend”), of uncertain origin.

Αυτό το “to mend” μήπως (δεν ξέρω-εμπειροτέχνης της γλώσσας είμαι) δίνει καμιά συγγένεια με το bozza-μπότσος (μιά και πολλές λέξεις της ναυτικής ορολογίας κατάγονται από αγγλικά);