τζελάτης ή τζιλάτης
Βασανιστής, δήμιος, τύραννος (>τζελατεύω ή τζιλατεύω).
Η μαμά στο παιδί της που ενοχλεί το μικρό του αδελφάκι: Μη τζιλατεύεις το αδελφάκι σου!
Βασανιστής, δήμιος, τύραννος (>τζελατεύω ή τζιλατεύω).
Η μαμά στο παιδί της που ενοχλεί το μικρό του αδελφάκι: Μη τζιλατεύεις το αδελφάκι σου!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
4 σχόλια
angelvak
τούρκικο προφανώς
ΣτοΔγιαλοΧτηνος
< τουρκ. cellat = δήμιος.
donmhtsos
Τη λέξη τζελάτης (δήμιος) χρησιμποιεί αρκετά συχνά ο Μακρυγιάννης.
donmhtsos
(χρησιμοποιεί)