Σχήμα λόγου για τον τύπο ο οποίος είναι χωμένος καλά μες τη νύχτα και έχει δει πολλά σκηνικά γενικότερα, αυτός που γυρνοβολάει συνέχεια μέρα νύχτα.

- Πώς μας κοιτάει έτσι αυτός ρε Μήτσο?
- Ξέχνα το, κοίτα αλλού, ο τύπος είναι στη γύρα από μικρός και δεν μασάει τον κώλο του σου λέω!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
xalikoutis

Αξίζει ίσως να πούμε κι αυτό:

(1) Σωστά ο τιτς καταχώρησε το λήμμα με τη συγκεκριμένη έννοια γιατί είναι κάπως μεταφορική και απέχει από αυτές που υπάρχουν σε λεξικά, δηλαδή, (από το ΛΚΝ) από αυτές ...

(2) γύρα η [jíra] Ο25α : (οικ.) περιφορά, κύκλος, βόλτα: Πάμε να κάνουμε μια ~ στα μαγαζιά. ΦΡ τον / τη φέρνω ~, τον γυροφέρνω, τον πολιορκώ με σκοπό να πετύχω κτ. (έκφρ.) βγαίνω στη ~, για πλανόδιο πωλητή ή για κπ. που από ανάγκη απευθύνεται σε πολλούς ζητώντας κτ.

(3) ... αλλά νομίζω ότι κυριαρχεί μια άλλη έννοια (πια;), ως σχεδόν επαγγελματική αργκό θα έλεγα, καθώς μεταξύ τσιγγάνων και μη βγαίνω στη γύρα δε σημαίνει πια τόσο συχνά βγαίνω για να πουλήσω ή να ζητήσω κάτι ως γυρολόγος αλλά κυρίως βγαίνω για να μαζέψω κάτι, συνήθως μέταλλα, χαρτιά - χαρτόνια, για να τα πουλήσω στις σχετικές μάντρες scrap. Το αναφέρω γιατί δείχνει ίσως μια μικρή μετατόπιση στο κυρίως νόημα της λέξης λόγω συνθηκών. Φυσικά η γύρα, η περιπλάνηση κάθε είδους, ήταν και είναι μια πολυσυλλεκτική δραστηριότητα έτσι κι αλλιώς...