Το σοπάκι, το ξύλο με αυτήν την έννοια. Ιδιωματισμός της Θεσσαλονίκης. Αποτελεί λαϊκή έκφραση και δεν χρησιμοποιείται συχνά τώρα πια. Προέρχεται από την τουρκική λέξη "çomak" που σημαίνει"ράβδος". Η λέξη "çomak" υπάρχει αυτούσια σε ένα παλιό παιδικό παιχνίδι της βορείου Ελλάδος, το τσιλίκ τσομάκ ή λιγκρίν, δημοφιλές στην Τουρκία παλαιότερα.

- Που λες... Εξαφανίστηκε, λέει, γιατί άλλαξε το πρόγραμμά του...
- ... Τσομάκι!!!...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
patsis

Πολύ ενδιαφέρον. Εδώ φαίνεται να είναι και κάποιο μαγειρεμένο φαγώσιμο, ίσως γλυκό:

- πολύ καλό το νέο blog!!! και η εγγραφή απίστευτη!!!! Ελα να σε κεράσω τσομάκι που έφτιαξα με χεράκια μου!!!!
- φχαριστώ διδυμάκι!!!!έφτιαξες τσομάκι? ήρτααααααααα!!!!!!

Εδώ πάλι δεν είμαι σίγουρος τι σημαίνει:

Ταιριαζουν τα λουλουδια μας χορο στην εκκλησια, μα μα μα ΟΛΕΣ τις εικονες 2 φορες και οταν φτανει η ωρα να κοινωνισει και βλεπει το τσομακι αρχιζει να φωναζει ΜΑΑΑΑΑΜ ΜΑΑΑΑΜ λες και εχει να φαει και 2 μερες!!!

#2
soulto

Για ψωμάκι το κόβω στη γουτσική ιδιόλεκτο.

#3
ufo.g

Ευχαριστώ patsis. Ψάχνοντας-κυρίως στο διαδίκτυο-περισσότερες πληροφορίες δεν κατάφερα να βρω κάτι διαφωτιστικό για άλλον ορισμό(ούτε στην τούρκικη γλώσσα). Προσωπικά έχω συναντήσει την έκφραση (με την ερμηνεία που έχω καταχωρήσει) μόνο στον προφορικό λόγο και παρατήρησα οτι οι δέκτες που δεν την γνωρίζουν την συγχέουν ηχητικά με το ''ψωμάκι''... Η ετυμολογία της πάντως από τα τούρκικα συνηγορεί στην δοθείσα ερμηνεία... Για τους λόγους αυτούς θεωρώ πολύ πιθανή την εξήγηση του soulto στο σχόλιό του,χωρίς να αποκλείεται περαιτέρω αναζήτηση...

#4
jesus

την είπα τη λέξη στον πατέρα μου (από δράμα, οι γονείς τουρκομερίτες) κ έκανε κατ' ευθείαν την χαρακτηριστική κίνηση "ξύλο με ραβδί", οπότε ο ορισμός κατακυρώνεται.

#5
ufo.g

ευχαριστώ jesus! Χαίρομαι γι'αυτό.

#6
vikar

Ωραίος.

Και ένα λογοτεχνικό απόσπασμα που βρήκα ονλάιν:

Η Κατερίνα ορμά με λαχτάρα πάνω στο άψυχο κορμί. Το γυρνά ανάσκελα. Πιάνει το κεφάλι της με τρόμο! Ξεσκισμένες σάρκες, ξεπετσιασμένες κοιλιές, σκισμένα παντελόνια, σακατεμένα πόδια, γδαρμένα μπράτσα και το αίμα πηχτό να τα καλύπτει όλα!

Γυναίκες φτάνουν γύρω της απ’ τις διπλανές αυλές για βοήθεια. Εκείνη πανικόβλητη προσπαθεί να συνεφέρει το παιδί.

«Μαρή, τι να κάμω τώρα; Τι να κάμω; Ψυχή δεν έχει πάνω του! Ξύπνα, παιδάκι μου! Ξύπνα!» του φωνάζει. Μα κείνο δεν ξυπνά. Σκύβει και το τραβά στην αγκαλιά της. «Φέρτε νερό!» προστάζει στα γύρω παιδιά. «Απέ ντη τουλούμπα! Έχω κανάτι και μαστραπά! Ξύπνα, αγόρι μου! Ξύπνα, τζιγέρι μου!»

«Δε ντο κουπανάς μια στη γκορφή να ψοφήσει, λέω εγώ;» ξεστομίζει ένα λιανοπαίδι δίπλα της, που μόλις έχει φτάσει. «Είναι Τουρκί!»

«Τι λέγεις, μαρέ; Και που έναι Τουρκί να τ’ αφήκουμε να πεθάνει; Ξύπνα, παιδάκι μου!»

«Αυτουνού ο φίλος έβρισέ μας στο σκολειό. Είπε μας γουνάν κιοπεκλερί». (Ελληνόσκυλα.)

«Σκάσε, βρε μόμολο! Ούλα τα ξεύρεις εσύ! Άλλο αυτουνού ο φίλος κι άλλο αυτός ο ίδιος. Φέρτε το νερό! Πιντί! Ε, πιντί! Ν’ αρπάξω ένα τσομάκι

Αναστασία Κιλαρόγλου, «Ματωμένα τριαντάφυλλα»