(ουσ.)
[κλάνω + οδός]
Ο επιτήδιος και ταυτόχρονα γνώστης της επικινδυνότητας των αερίων του που, για να μη γίνει δολοφόνος και ταυτόχρονα αντιληπτός από τους γύρω του, τη χωρίζει σε τρεις ή τέσσερις μικρότερες δόσεις και σαν πλανόδιος την αφήνει σε ισάριθμα πόστα.
Ο Νίκος ειναι γνωστός κλανόδιος. Πάλι καλά γιατί θα υπήρχε πρόβλημα αν τις άφηνε ολόκληρες.
2 σχόλια
φιλοσοφοπαραγωγός
xaxaxaxaxaxaxaxaxxaaxxaxaxaxaxaxaxaxaxaxa,apisteuto file
GATZMAN
Μπράβο ρε φίλε.Τρομερό λήμμα
Κλανιά με δόσεις (άτοκες ή έντοκες;) από κλανιάρη αντμινιστράτορα, ε;