χεσοβλεψίας < χέζω + -βλεψίας (< βλέπω)
Πρόσωπο που αρέσκεται να βλέπει άλλους ανθρώπους να χέζουν, είτε με τη συγκατάθεσή τους είτε όχι.
-Πάω να χέσω.
-Να έρθω;
-Έλα μιας και είσαι χεσοβλεψίας.
χεσοβλεψίας < χέζω + -βλεψίας (< βλέπω)
Πρόσωπο που αρέσκεται να βλέπει άλλους ανθρώπους να χέζουν, είτε με τη συγκατάθεσή τους είτε όχι.
-Πάω να χέσω.
-Να έρθω;
-Έλα μιας και είσαι χεσοβλεψίας.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
1 σχόλιο
Γιώργος Ζάκκης
Δηλαδή αποτελεί κατηγορία... κοπρολάγνου ηδονοβλεπτικού τύπου; Συνταρακτικόν...!