Σχετικά μικρό ταγάρι για την πλάτη (κάτι σαν το σημερινό back-pack) που χρησιμοποιούσαν οι αγρότες της Κύθνου για να μεταφέρουν το κολατσιό τους ή άλλα μικροπράγματα. Φτιάχνονταν από υφαντό πανί μάλλινο ή βαμβακερό.

Καρβατζίκα

Η καρβατζίκα ήταν ένα σακούλι που σούρωνε στο πάνω μέρος μ' ένα κορδόνι φτιαγμένο από δύο νήματα που τα έστριβαν μαζί (κόκκινο και μαύρο ή μπλε και άσπρο ή πορτοκαλί με άσπρο κλπ.). Τις άκρες του κορδονιού τις στερέωναν στις κάτω άκρες του σακουλιού. Περνώντας τα χέρια ανάμεσα από τα κορδόνια, την κρέμαγαν στην πλάτη όπως τα σημερινά σακίδια.

Από το ημερολόγιο του Συνδέσμου Δρυοπιδέων Κύθνου του 2010. Επιμέλεια Στάμη Τσικοπούλου-Μαρτίνου.

Πιθανή ετυμολογία από το Τουρκικό karva που σημαίνει καμήλα δρομάς (από εδώ κι εδώ). Προφανώς επειδή θυμίζει την καμπούρα στην πλάτη της καμήλας. Καρβατζίκες στη φτερωτή του μύλου του Φρ. Τζιωτάκη

Από το ημερολόγιο του Συνδέσμου Δρυοπιδέων Κύθνου του 2010. Επιμέλεια Στάμη Τσικοπούλου-Μαρτίνου. Φωτογραφία Γιώργος Αναλυτής.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
soulto

+5
Στη Σίφνο λέγεται "ντρουβάς". Η έκφραση "φτιάχνω ντρουβά" σημαίνει ετοιμάζω προμήθειες για να τις μεταφέρω, π.χ. στη δουλειά, στην εκδρομή, κλπ.

#2
σφυρίζων

Συνεκδοχικά, η νεαρή ταγάρω?

#3
dryhammer

Ο ντρουβάς, τουρβάς, τορβάς είναι από το Τουρκ. torba που σημαίνει σακούλα, τσάντα (çanta), σακί (çuval). Τη λέξη τήν ήξερα να εννοεί το πάνινο σακούλι (που κλείνει με κορδόνι) γενικα κι όχι ειδικά το backpack όπως η καρβατζίκα (που την αγνοούσα ως τώρα).

"Να μου φέρετε το κεφάλι του στο ντουρβά"

#4
soulto

Ναι, ο ντρουβάς είναι πάνινο σακούλι που κλείνει με κορδόνι. Πολύ βολικό. Φτιάχνονται και τώρα:

#5
dryhammer

έχω δεί σχετικά πρόσφατα αλλά δεν ξέρω αν ήταν καινούργιος ή απλά υπήρχε και δεν τον πέταξαν για να παρουν τάπερ

#6
soulto


καινούργια και με υφαντό πανί.