Ζαχαρώνω. Γυροφέρνω κάτι, μαζεύω πληροφορίες γι' αυτό, το παρατηρώ, το χαζεύω, επιθυμώντας τελικά να το αποκτήσω.
Ζαχαρώνω. Γυροφέρνω κάτι, μαζεύω πληροφορίες γι' αυτό, το παρατηρώ, το χαζεύω, επιθυμώντας τελικά να το αποκτήσω.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
3 σχόλια
dryhammer
Συνώνυμο του παλιότερου χαλβαδιάζω
(Εικάζω οτι μετά από κάποια χρόνια θα αντικατασταθεί από κάποιο άλλο λαικό γλύκισμα της τότε μόδας -πχ ντονατιάζω)
ΣτοΔγιαλοΧτηνος
Εμένα πάντως που κανταΐφιασα τη γειτόνισσα πήγε να μου κάνει τη μάπα μπακλαβά ο σφίχτης ο δικός της. Αλλά τον πήρα με το γλυκό κ τον τούμπαρα.
dryhammer
Να φοβάσαι αυτούς που κερνάνε συκαλάκι...