Ο μαϊντανός, η γλάστρα, αυτός που δεν κολλάει πουθενά αλλά παρόλα αυτά δεν πτοείται.

- Είναι ήδη ο Σωκράτης με τις κοπέλες;
- Όχι τώρα πάει, θες να πάμε εμείς να τις βρούμε;
- Τι λες ρε, τι είμαστε τίποτα φιάκες, αφού δεν τις ξέρουμε σχεδόν καθόλου.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Khan

Μερικές παρατηρήσεις: fiacca στα ιταλικά είναι η κόπωση. Την ίδια σημασία έχει η φιάκα σε κερκυραϊκό λεξικό.

Εδώ ως φιάκα ορίζεται το λούσο (Χίος), ενώ στο έργο του επίσης Χιώτη Γιάννη Μακριδάκη μάλλον σημαίνει τη φιγούρα.

Φιάκας είναι ένα θεατρικό έργο του Δημοσθένη Μισιτζή από το 1870, που περιγράφει έναν ενδιαφέροντα ομώνυμο χαρακτήρα.

Ο Φιάκας

#2
Khan

Θα είχε ενδιαφέρον να μαθαίναμε περισσότερα για την προέλευση της λέξης, που φέρεται (δεν την έχω ακούσει προσωπικά) να σημαίνει τον φιγουρατζή/ μαϊντανό/ μαλάκα (βλ. και τους άλλους ορισμούς). Τι συνέβη; Προέρχεται από τα ιταλικά και μετατοπίστηκε η σημασία της; Μήπως είναι τυπολογικό όνομα από το έργο του 1870, ή αντιθέτως ο χαρακτήρας του 1870 βασίστηκε σε προϋπάρχουσα σημασία; Επίσης πού λέγεται; Σε περιοχές που πέρασαν από ιταλική επίδραση; Στη Χίο; (Τι λένε οι Χιώτες του σάιτ;)

#3
dryhammer

Στη Χίο λέγεται, όπως σωστά γράφει ο Μακριδάκης, με την έννοια της φιγούρας

Νά, πάρε κι ένα πούρο να κάνεις τη φιάκα σου.

Το λούσο (που γίνεται για το θεαθήναι), εμπεριέχει την έννοια της φιγούρας, όπως το θέτουν οι Λαγκαδούσοι.

Το επώνυμο Μισετζής υπάρχει και στη Χίο.

Περί καταβολών, καταγωγών κλπ δηλώνω άγνοια.