Τὸ παχνὶ, ἡ ταΐστρα τῶν ζώων στὴ ντοπιολαλιὰ τῆς Κύθνου. Παλιὰ τὶς ἔκαναν χτιστὲς ἀπὸ πέτρα, σὰν γοῦρνες, χρησιμοποιώντας πλάκες ἀπὸ σχιστόλιθο, τὸ χαρακτηριστικὸ πέτρωμα σὲ πολλὰ νησιὰ τῶν Κυκλάδων.

Ἀπὸ μιὰ σύντομη ἔρευνα στὸ γούγλη διαπίστωσα πὼς χρησιμοποιεῖται (σὲ διάφορες παρεμφερεῖς μορφὲς) καὶ ἀλλοῦ:

"μαντζαόρα [1709], μαντζαδούρα [1709], ματζαδούρα, μαντζαντούρα, ματζιαδούρα, μαζιαούρα, μανιαδούρα :αμαντζαδούρα, αματζαδούρα, παχνί". ἐδῶ

Ἐτυμολογία: ἀπὸ τὸ ἰταλικὸ mangiatoia ἐδῶ

"Ντὲ παλιόπραμα, ντὲ" ἀνεφώνησεν ὁ γέρων αἰπόλος, ταυτοχρόνως καταφέρων ἰσχυροὺς ραβδισμοὺς ἐπὶ τῶν νώτων τοῦ ὄνου ἐφ' οὗ ἐπέβαινεν.

"Οὕλη τὴ βδομάδα στὴ ματζαδούρα, Σαββάτο βράδυ στὴ πούντα", συνέχισεν, ἐλεεινολογῶν τὸ ζῶον διὰ τὴν συνήθειαν, τὸ ἔνστικτόν του μᾶλλον, "νὰ παίρνει τὰ βουνὰ", ὁσάκις ὁ πολιὸς πρεσβύτης εἶχεν χρείαν αὐτοῦ.

αἰπόλος: βοσκὸς

πούντα: πλαγιὰ, ἀλλὰ καὶ ἀκρωτήριο στὴ ντοπιολαλιὰ τῆς Κύθνου, προερχὀμενη ἀπὸ τὸ ἰταλικὸ punta: ἄκρο, αἰχμὴ, ἀκρωτήριο.

πολιὸς: ἀσπρομάλλης

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
dryhammer

H αντίστοιχη λέξη στη Χίο είναι μα(ν)γκιαούρα με προφανή τη συγγένεια.

Να παραθέσω μόνο πως η (ξύλινη) ταίστρα για τους γα(ι)δάρους ήταν κινητή ως προς το ύψος ωστε να εμποδίζεται το ζωντανό να φάει όσο θέλει είτε για οικονομία στην τροφή είτε γιατί, άν τα γαδούρια φάνε ανεξέλεγκτα, μπορεί να σκάσουν. Θέλοντας δε οι παλιότεροι να πουν οτι διανύομε περίοδο ευμάρειας (πρό κρίσης βεβαίως βεβαίως) σε σχέση με τά δικά τους χρόνια έλεγαν "Τώρα είναι χαμηλά η μαγκιαούρα". Τέλος ακόμα και πρόσφατα άκουσα να αποκαλούν τις ταίστρες που βάζουν στα κλουβιά για τα πουλάκια "μαγκιαουράκια".

#2
ΣτοΔγιαλοΧτηνος

Λήμμα κ σχόλιο γαμάνε μανούλες.

#3
donmhtsos

@ dryhammer Εὐχαριστῶ γιὰ τὴ συνεισφορὰ.

@ ΣτοΔγιαλοΧτηνος Νά 'σαι καλὰ γιὰ τὰ καλά σου λόγια.