Ανάφτρα. (όρος unisex) Ένας άνθρωπος μπουρδέλο που λειτουργεί σε εικοσιτετράωρη βάση. "Ανάβει" τους γύρω της στη δουλειά, στο δρόμο, στο σούπερ μάρκετ, ακόμα και σε κηδείες. Δεν έχει ούτε ιερό ούτε και όσιο.

Μην τσιμπήσεις ρε! Είναι μεγάλη ανάφτρα. Μόλις καταλάβει πως γουστάρεις σε έφτυσε. καθημερινές φράσεις

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία