(κλάτσαρα, στον πληθυντικό,)
Τα γυναικεία αυτά παπούτσια (λ.χ. τσόκαρα, πέδιλα, σαγιονάρες)
που κάνουν τον εκνευριστικό ήχο "κλάτς, κλατς, κλατς" σε κάθε βήμα αυτής που τα φοράει.
(Κλατς, κλατς, κλατς)
- Πού πας μωρή με τα κλάτσαρα ;!!
(κλάτσαρα, στον πληθυντικό,)
Τα γυναικεία αυτά παπούτσια (λ.χ. τσόκαρα, πέδιλα, σαγιονάρες)
που κάνουν τον εκνευριστικό ήχο "κλάτς, κλατς, κλατς" σε κάθε βήμα αυτής που τα φοράει.
(Κλατς, κλατς, κλατς)
- Πού πας μωρή με τα κλάτσαρα ;!!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
0 σχόλια