Παράδειγμα: Αλάρωτος= Αυτός που δεν λαρώνει, που δεν ησυχάζει.

Το πδί αυτό ωρέ δε λαρώνει πθεινά .

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία