Η απόλυτη ανία, βαρεμάρα, έλλειψη κινήτρου και όρεξης για οποιαδήποτε κίνηση ή μετακίνηση. Πιθανώς προέρχεται από τον σπάρο, κατά τα λεγόμενα, το πιο βαρεμένο ψάρι της θάλασσας.

Πρωινή/κυριακάτικη σπαρίλα, μ' έχει πιάσει σπαρίλα, τον έφαγε η σπαρίλα κτλ.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Ο ΑΛΛΟΣ

Όντως, βγαίνει από το σπάρο. Δεν ξέρω για τις συνήθειές του (αν και είναι από τα ελάχιστα ψάρια που ξέρω να αναγνωρίσω η άχρηστη πληροφορία της ημέρας), αλλά η λέξη σπάρος χρησιμοποιόταν με την έννοια τεμπέλης παλιότερα. Θυμάμαι ότι το είχα δει σ' ένα βιβλίο, όχι πιο πρόσφατο από τη δεκαετία '50. Η αλήθεια είναι ότι το βιβλίο αναφερόταν σε μία κατασκήνωση, και οι κατασκηνώσεις (τουλάχιστον η συγκεκριμένη, από την οποία πέρασα κι εγώ πολλές δεκαετίες αργότερα) έχουν τη δική τους αργκό. Αλλά δε νομίζω ο σπάρος να λεγόταν μόνο από κατασκηνωτές και η σπαρίλα να απέκτησε πανελλήνια διάδοση.

#2
Ο ΑΛΛΟΣ

Ωχ! Μαγικό! Τώρα τα λυγξ μπαίνουν μόνα τους!

Για να ξαναδοκιμάσω...

μουνί καλλιγραφία, μπαφόσπιτο, απολελέ και τρελελέ...

#3
Ο ΑΛΛΟΣ

Δεν έπιασε...

#4
jesus

μήπως έβαλες τη φράση σε αγκύλες;; το [λήμμα] πιάνει όταν το βάλεις ακριβώς όπως έχει καταχωρισθεί.

#6
soulto

Της Κυριακής η σπαρίλα είναι ένα απ' τα συμπτώματα της κυριακίλας.