Κατηγορηματικός προσδιορισμός άνδρα ο οποίος επιλέγει συνουσία χωρίς προφύλαξη. Ως εκ τούτου η σεξουαλική επαφή γίνεται με το γυμνό δέρμα του μορίου του.


- Άσε, έσκασα προχθές στο σπίτι της γκόμενας απ' το φεστιβάλ τέκνο...
- Δερμάτινος μπήκες πάλι;
- Ναι.
- Μαλάκα, θα κολλήσεις καμιά βλεννόρροια σα τον Τζίμ και θα ψάχνεσαι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
vikar

Ωραίο... Να υποθέσω, το αντίθετο είναι λαστιχένιος;

#2
ΣτοΔγιαλοΧτηνος

Λογικό, τλχστ οι Αμερικάνοι rubber λένε το προφυλακτικό, αλλά βαργέμαι να λινκάρω στο ούρμπαν.

#3
Kraou

Nαι οι αμερικάνοι rubber και τα αγγλάκια δουλεύουν και το johnny, jimmy, frenchie κτλπ. "The rubber vulcanization process was invented by Charles Goodyear in 1839, and patented in 1844.The first rubber condom was produced in 1855", από wiki. Tους πήρε δέκα χρονάκια πάντως να σκεφτούν να το βάλουν στο πούτσο τους, περίεργο.

Τέλος πάντων, το δερμάτινος στα ελληνικά το συνδυάζεις συνειρμικά στο μυαλό σου και με τα δερμάτινα μπουφάν και από κει με μαγκιά και αλητεία, οπότε βγάζει γούστα. Δημιουργήθηκε καλοκαίρι του 2014 στην Ίο.