Σκηνικό κατά το οποίο λαμβάνει χώρα ένα ατυχές μικροπεριστατικό. Μπορεί να αναφέρεται σε μικροκαβγάδες, λογομαχίες, διαφωνίες. Σε περίπτωση που το σκηνικό έχει μεγαλύτερη ένταση τότε χρησιμοποιούμε την λέξη σοτοτό, προκειμένου να δώσουμε μεγαλύτερη έμφαση.

  1. Έγινε ένα σότο της προάλλες με τη μάνα μου επειδή τα λεφτά που μου έδωσε για το σουπερ μαρκετ τα έπαιξα στοίχημα...

  2. Οι γονείς του Δημήτρη ανακάλυψαν ότι χρωστάει καμιά 15αριά μαθήματα στη σχολή και έγινε τρελό σοτοτό.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία