ΕΤΥΜ. < καρα- (τουρκ. α' συνθ. kara- “μαύρη, μεγάλη”) + ποῦτσ(α) (ἀβεβ. ἐτύμου, ἴσως < ἀρχ. πόσθη “δέρμα ποὺ περιβάλλει τὸ πέος”, ἢ < ἰταλ. puzzo “δυσωδία”. Ὀλιγώτερο πιθ. < τουρκ. puç “σχισμὴ γλουτῶν”, ἢ < σλαβ. butsa “προεξοχή”) + -ακλ(α) (μεγεθ. ἐπίθημα θηλυκῶν οὐσιαστικῶν μὲ σκωπτικὴ σημασία) + -αρα (μεγεθ. ἐπίθημα θηλυκῶν οὐσιαστικῶν).

ΣΗΜΑΣ. ἀρχικὴ σημ. “πάρα πολὺ μεγάλη ποῦτσα”.

Συνήθ. στὴν φράσιν τῆς Ν. Ἑλληνικῆς “στὴν καραπουτσακλάρα μου”, δηλώνει πλήρη ἀδιαφορία.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία