Τύπος κάτοικου Κρήτης, ο οποίος φοράει συνήθως μαύρα ρούχα, οδηγεί 4x4 αγροτικό διπλοκάμπινο με μαύρα φιμέ τζάμια και συνήθως οπλοφορεί. Aρέσκεται στο να τρομοκρατεί τους γείτονές του παρκάροντας όπου του καπνίσει, σταματώντας το 4x4 στη μέση του δρόμου για να μιλήσει αδιαφορώντας για τους πίσω, βάζοντας μουσική όλες τις ώρες στη διαπασών, επιδιώκοντας να εμπλέκεται σε συμπλοκές -κυρίως με πιο αδύναμούς του και γυναίκες- και να κάνει επίδειξη ανδρισμού σε κάθε ευκαιρία. Έχει έντονα αρνητική και προσβλητική σημασία και απευθύνεται από άλλους Κρητικούς προς αυτόν τον συγκεκριμένο τύπο ανθρώπου.
Συνώνυμα: πετσί, λουρί, λούρος, πετσόλουρο. Θηλυκό: πετσογκόμενα, πετσού, μηζύθρα.

- Σ' αυτό το μαγαζί δεν πάει ο κόσμος γιατί είναι γεμάτο πέτσακες και γίνονται παρεξηγήσεις και κάνουν φασαρίες συνέχεια!

(από Khan, 10/04/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
John Kar

Τελικά στόν ορισμό του πέτσακα προσετέθη και η ιδιοκτησία φυτείας κάνναβης...

#2
HODJAS

Αν συμφωνεί και ο Χαλ, έχω την υποψία οτι προέρχεται απο την «πέτσα» (κρητικό δικτυωτό κεφαλομάντηλο που μπαίνει μαζί με το σαρίκι).

#3
xalikoutis

Πέτσακας, ένα γλωσσάρι που έχω, του Ξανθινάκη, γράφει ότι σημαίνει «χοντρόπετσος», χοντροκομμένος άνθρωπος κλπ. Εμένα μου κάνει. Άλλωστε το πετσί(όπως και η πατσά (ξύγκια), η γλύνα κ.α. βρωμερά υποπροϊόντα της επεξεργασίας κρέατος χαρακτήριζαν τους αγροίκους κτηνοτρόφους και απετέλεσαν βάση παρατσουκλιών. Εξ άλλου η πέτσα το κεφαλομάντιλο ως λέξη πρέπει να είχε - έχει περιπέσει σε αχρηστία, εγώ το ξέρω σαρίκι ή μαντίλι. Σημειώστε ότι η ρεθεμνιώτικη μάλλον λέξη πέτσακας τείνει να αντικαταστήσει το χανιώτικο κούργιαλος, για το έτυμο του οποίου δε νιώθω έτοιμος.

#4
vanias

πάντως καμιά δεκαπενταριά χρόνια πριν δυο πέτσακες μέσα σε κακογαμημένο opel μας φόρτωσαν από το μαράθι για να μας πετάξουν μέχρι τα χανιά- καλά να ναι οι άνθρωποι. κουβέντα δεν τους πήραμε όλο το δρόμο κι ούτε ευχαριστώ δε θέλαν να ακούσουν.

#5
xalikoutis

χανιά