Κατάληξη για κάτι μεγάλου μεγέθους, που σημαίνει -άρα.

Φιλούμπες = φιλάρες, αρχιδούμπες = αρχιδάρες, κρεμμυδούμπες = κρεμμυδάρες.

Δες και γαμοσλανγκοτέτοια.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
stgavros

ΦΡΑΠΕΔΟΥΜΠΑ...

#2
vikar

Φοβερός ο Παπάρας το 2008.

Απο πού βγαίνει άραγε το επίθημα, ξέρει κανείς;... Λίγες λέξεις έχουμε στα λεξικά που να τελειώνουν σε -ούμπα, και σε καμιά τους δεν φαίνεται να πρόκειται όντως για μεγεθυντικό επίθημα (δείτε πιχί στην Αναστασιάδη-Συμεωνίδη).

Πάντως, το επίθημα όπως το ξέρουμε σήμερα το βρίσκουμε σε μιά σχετικά γνωστή ιαχή επι εποχής Τρικούπη βέρσους Θ. Δηλιγιάννη, δηλαδή μιλάμε για τέλη δέκατου ένατου. Το βρίσκουμε σε ένα αυτοβιογραφικό κείμενο του ζωγράφου Περικλή Βυζάντιου (το βρίσκετε εδωπέρα), αλλα υπάρχει καταγραμμένο και σ' ένα χρονογράφημα του Κονδυλάκη που λέγεται «Φανατισμός - εκλογική ψυχολογία», γραμμένο το Φεβρουάριο του 1899, στη συλλογή Ενώ διέβαινα (μπορείτε να το βρείτε ολόκληρο εδώ). Τον Κονδυλάκη τον βρίσκω ταιριαστότερο στο σάιτ, όχι λόγω πολιτικολογίας (...), αλλα επειδή μιλάει για ένα μαγκίτη χαρακτήρα. Αντιγράφω απόσπασμα:

[I]Προχθές διέβαινε μία δηλιγιαννική διαδήλωσις· και κάποιος, αποσπασθείς από το πλήθος, επλησίασεν εις το πεζοδρόμιον και μου έρριψεν, ως πιστολιάν, μίαν βραχνήν κραυγήν:

— Κορδόναρος! Κορδονάραρος! Και τους δεκατρείς!

Εδυσκολεύθηκα ν' αναγνωρίσω τον μαχητήν του Βελεστίνου υπό τους μώλωπας, τους οποίους είχεν εις το πρόσωπον.

— Τι μούτρα είν' αυτά, μωρέ; Ποιος σ' έκαμ' έτσι;

— Μην τα ρωτάς! Γένηκαν τραγικά πράμματα. Δε σούλεγα πως θα βρω μπελλά; Ένας παλιάνθρωπος απαλλαγέντας ήθελε και καλά να πη πως δεν ήμουνα στο Βελεστίνο. — «Ώστε ψέματα λέω εγώ; — Ψέματα, μου λέει. — Εγώ, μωρέ; — Εσύ» Του καταφέρνω ένα σκαμπίλι και πιανόμαστε. Του δίδω, μου δίδει. Στο ύστερο τραβώ την κάμα και τον αρχίζω. Πελέκημα σωστό.

— Και τον εσκότωσες, σκυλί;

— Μ' είχε στραβώσει ο θυμός και δεν είδα τι έγινε. Αλλά βέβαια θα τον εσκότωσα. Τόσες μαχαιριές δεν πήγανε στον αέρα. Σαν μας χωρίσανε του λέω:

— «Είσαι Ελιά, ρε βλάμη; — Ελιά, ναι. — Τότε εγώ είμαι Κορδόνι· κι' απ' αυτή τη στιγμή είμαι πυρ και μανία με το Κορδόνι! Μ' εφανάτισες».

— Ώστε τώρα είσαι;...

— Ντεληγιάννης και το νύχι μου!

Αι κραυγαί των Κορδονικών επλήρουν την οδόν, ως ποταμός βοής. Ο δε μαχητής του Βελεστίνου εξηκολούθησε:

— Μα μπορεί ένας άνδρας με αίμα, ένας δερβίσης να μην είνε με το Κορδόνι; Το λες και γεμίζει το στόμα σου. Το φωνάζεις και βροντά σαν τουφεκιά, σαν χαλκούνι!

Και διά να μου αποδείξη τους λόγους του, εφώναξε με όλην την δύναμιν των πνευμόνων του:

— Κορδονάραρος!

Έπειτα με φρενίτιδα αληθινού δερβίσου εκ των ωρυομένων ώρμησε προς τα κάτω, τρέχων διά να φθάση την απομακρυνομένην διαδήλωσιν και βρυχώμενος:

— Κορδόναρος! Κορδοναρούμπαρος![/I]