Εμπόδιο (υπαρκτό ή ψυχολογικό) με κάτι, κώλυμμα.
- Δεν καταλαβαίνω το σκάλωμα που έχεις με τον Νίκο και δεν θες να τον βλέπεις.
Εμπόδιο (υπαρκτό ή ψυχολογικό) με κάτι, κώλυμμα.
- Δεν καταλαβαίνω το σκάλωμα που έχεις με τον Νίκο και δεν θες να τον βλέπεις.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
1 σχόλιο
patsis
Το «κώλυμμα» πρέπει να διορθωθεί είτε σε «κόλλημα» είτε σε «κώλυμα» (=εμπόδιο).