Πίνω πολύ νερό.

- Μαλάκα, μετά τα σαλάμια κι εκείνα τ'αλμυρά που είχα ντερλικώσει ήπια 5 λίτρα νερό, γκαγκάνιασα σου λέω....

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Galadriel

Γκαγκανιάζω είναι το σημείο που βρίσκομαι ακριβώς πριν πιω όλο το Βόσπορο: όταν έχω στεγνώσει εντελώς και η ανάγκη μου για νερό είναι ανυπέρβλητη, τεράστια και διαγαλαξιακή.

#2
earendil_ath

Το σχόλιο της Galadriel έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τον ορισμό. Εγώ συμφωνώ με την Galadriel, δηλαδή γκαγκανιάζω σημαίνει διψάω πολύ

#3
vikar

Ε ναί, έχει δίκιο η Γκαλά. Γκαγκανιάζω κι' εγώ το ξέρω «στεγνώνω, κορακιάζω».