Τρώω σαβούρα: γλιστράω, πέφτω, γκρεμοτσακίζομαι, τρώω σούπα. Ο μονολεκτικός τύπος είναι σαβουριάζομαι.
(σε χιονοπόλεμο:)
- Πιάστε τον ρε! Ρίχτε του όλοι μαζί!
- Ωχ!!
- Ρε τον μαλάκα, έφαγε σαβούρα!
Τρώω σαβούρα: γλιστράω, πέφτω, γκρεμοτσακίζομαι, τρώω σούπα. Ο μονολεκτικός τύπος είναι σαβουριάζομαι.
(σε χιονοπόλεμο:)
- Πιάστε τον ρε! Ρίχτε του όλοι μαζί!
- Ωχ!!
- Ρε τον μαλάκα, έφαγε σαβούρα!
Πτώσεις: μπίστος, σαβούρδα, σαβούρτα, σαβούρντα, σαβούρα, σάρα, σούπα, στρόφι.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία
0 σχόλια