Η διαρκής κίνηση, η εγρήγορση. Η λέξη χρησιμοποιείται στον ενικό ή στον πληθυντικό, μόνη της ή σε εκφράσεις όπως είμαι στην τσίτα, βαράω τσίτες κτλ. Παράγωγο: τσιτάκιας.

  1. - Καλά, ήπια τέσσερις καφέδες σήμερα κι έχω βαρέσει τσίτες!

  2. - Ηρέμησε ρε μαλάκας! - Δεν μπορώ ρε φίλε, η μικρή δεν σηκώνει το κινητό της και είμαι στην τσίτα! Λες να μου τα φοράει;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
xalikoutis

βλ. εδώ σχετικό δήθεν ανέκδοτο... (ηθικός αυτουργός για όλα τα σχετικά λινκ: κνάσος)