Στα Αλεξανδρουπολίτικα, σημαίνει την κοπάνα από το σχολείο, αδικαιολόγητη ολιγόωρη απουσία από το μάθημα, με κύρια αιτία τον καφέ στο «Παράφωνο», γνωστό τόπο συνάντησης των σχολικών μαζών.

- Ρε συ, κάνουμε κατσάκι στα θρησκευτικά να πάμε για φραπεδούμπα;
- Πάμε Παράφωνο;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
vikar

Ο Λουντέμης έγραφε κατσάκικο για το «παράνομο τσιγάρο» (υποθέτω εννοώντας τον μπάφο).

#2
Ο ΑΛΛΟΣ

Να μια καλή περίπτωση: δύο χρήστες, σχεδόν τις ίδιες μέρες, ανέβασαν το ίδιο λήμμα, άγνωστο στις μάζες, κατά τρόπον ώστε να αποδεικνύουν πέραν πάσης αμφισβητήσεως ότι στα μέρη τους είναι όχι απλώς υπαρκτό αλλά και διαδεδομένο. Σημασία στη λεπτομέρεια ότι ο ένας το θεωρεί Αλεξανδρουπολίτικο και ο άλλος Ξανθιώτικο, κανείς δεν ξέρει ότι το 'χουν κι οι άλλοι. Χάρηκα, μ' αρέσουν κάτι τέτοια. Από 10 στον καθένα. Πάω απέναντι να κοπυπαστώσω το σχόλιό μου!

#3
Αλβανός

Η πικρή όμως αλήθεια είναι πως δεν είναι ούτε Αλεξανδρουπολίτικη ούτε Ξανθιώτικη λέξη. Στα τουρκικά, kaçak σημαίνει λαθραίος, κρυφός, σκαστός. Άρα...

#4
Επισκέπτης

Άρα είναι ένας Αλεξανδρουπολίτικος και Ξανθιώτικος ιδιωματισμός, που προέρχεται από τα τούρκικα.