Το χώσιμο. Να κάνεις τη δουλειά του άλλου όταν αυτός δεν μπορεί.

Πωπω, εκεί που μείναμε 3 άτομα στο λόχο, παίρνει ο ένας ελεύθερος υπηρεσίας και θα κάνουμε το νούμερό του σκάτζα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Ο ΑΛΛΟΣ

Not quite.
1. Είναι σκάντζα, με -ν-.
2. Σημαίνει αλλαγή, αντικατάσταση. Π.χ. σκάντζα-βάρδια είναι η αλλαγή βάρδιας. Σε σκαντζάρω σημαίνει έρχομαι να σε αντικαταστήσω (π.χ. στη σκοπιά, αν και ειδικά στο στρατό δεν πολυδουλεύεται αυτή η λέξη). Σκαντζάρω δύο πράγματα σημαίνει τους αλλάζω αμοιβαία θέση, π.χ. σκαντζάρω τα λάστιχα του αυτοκινήτου (βάζω τα πίσω μπρος και τα μπρος πίσω).
3. Το παράδειγμα είναι σωστό, αλλά δε σημαίνει αυτό που λέει το ερμήνευμα. Μπορεί μεν η ιστορία να είναι χώσιμο, αλλά με τα συγκεκριμένα λόγια ο φαντάρος δεν αναφέρθηκε στη χωσιματική της πτυχή.
4. Δεν είναι αργκό, είναι μία λέξη που προέρχεται από τη ζαργκόν των ναυτικών και η χρήση της έχει γενικευτεί. Μπορεί να μην την ακούσουμε στις ειδήσεις, αλλά τη λένε οι πάντες.

#2
Nakas

Επίσης σκάτσα ή σκάτζα (από το Ιταλικό scancia) σημαίνει στη ναυτική ορολογία τη βάση του καταρτιού πάνω στην καρίνα (υποπτερνίδα).